Συνέντευξη στη Real παραχώρησε ο πασίγνωστος Έλληνας ηθοποιός , όπου δεν δίστασε μεταξύ άλλων να αναφερθεί στη μεγαλύτερη φοβία του, που δεν είναι άλλη από την άνοια. Ο Γιάννης Φέρτης αναφέρθηκε φυσικά και στα επαγγελματικά του σχέδια.
Οι νέες συνθήκες του ελληνικού θεάτρου πόσο νέες είναι για σας, που σχεδόν από την αρχή της καριέρας σας χριστήκατε πρωταγωνιστή;
Η αλήθεια είναι πως δεν δυσκολεύτηκα καθόλου. Ήµουν δευτεροετής στη σχολή του Τέχνης όταν ο Κουν, µαζί µε τη Μάγια Λυµπεροπούλου και τη Λήδα Πρωτοψάλτη, µας πέρασε ως εξαιρετικά ταλέντα από µια επιτροπή (µε πρόεδρο τον Μινωτή, όχι ό,τι να ’ναι) που µπορούσε να µας δώσει άδεια εξασκήσεως επαγγέλµατος. Και στα µισά της χρονιάς βρέθηκα να παίζω πρωταγωνιστικό ρόλο σε έργο του Καµπανέλλη. Ακολούθησαν «Όρνιθες», «Ευρυδίκη» του Ανούιγ και µετά έπαιξα µε τη Μελίνα στο «Γλυκό πουλί της νιότης». Μεγάλη επιτυχία, που τότε συζητιόταν και γραφόταν κι εγώ θεωρούσα φυσιολογική.
∆εν καβαλήσατε το καλάµι;
Ποτέ. Και το λέω ειλικρινά. Έστω κι αν ο Κουν µε διάλεξε και µε πίστεψε. Εντάξει, ήµουν «ψωνισµένος» µε το θέατρο, όχι όµως µε την κακή έννοια. ∆εν αισθανόµουν ότι ήµουν τίποτα εξαιρετικό. Και γενικά δεν θεωρώ πως έχω κάνει και τίποτα ιδιαίτερο στην καριέρα µου. Έχω παίξει κάποια πράγµατα καλά, αλλά επίσης ξέρω πολύ καλά τι δεν έχω κάνει σε πολλούς ρόλους που, όπως λένε, ήµουν «καλός».
Είναι γνωστό το χαµηλότονο του χαρακτήρα σας…
Να σας πω κάτι; Όταν βγήκα στο θέατρο, τα πρώτα 3-4 χρόνια, δεν σήκωνα µύγα στο σπαθί µου. Είχα τσακωθεί µε ηθοποιούς για τις άπρεπες συµπεριφορές τους επί σκηνής εις βάρος άλλων. Μετά είπα στον εαυτό µου «εδώ είναι δουλειά συνόλου, κάνε και το κορόιδο σε κάποια πράγµατα». Αλλά στις αρχές, επειδή ακριβώς είχα την εύνοια του Κουν, αντιδρούσα γιατί δεν ήθελα να πιστεύουν πως κάνω το κορόιδο προκειµένου να ανέβω.
Εκτός σκηνής ήσασταν πιο µετρηµένος;
Παρασυρόµουν µε δική µου πρωτοβουλία. Έπαιζα µε φίλους πόκα µετά µανίας. Μου έχει συµβεί να παίζω µια ολόκληρη µέρα ανάµεσα σε δυο παραστάσεις. Είχα µανία µε το γήπεδο, µε τον Παναθηναϊκό. Παλιά που τα µατς δίνονταν στις 3 το µεσηµέρι, έφευγα απ’ το σπίτι το πρωί και µετά τραβούσα και δυο παραστάσεις. Χωρίς την παραµικρή έκπτωση στη σκηνή. Είχα και τις δυνάµεις, βέβαια. Γούσταρα και το ξενύχτι πάρα πολύ. Ήµουν σ’ ένα σπίτι µε παρέα κι έφευγα στις 5.30 το πρωί για να πάω σε άλλο, σε άλλη παρέα. ∆εν ήµουν απ’ αυτούς τους πολύ αφοσιωµένους στο θέατρο, όπως, ας πούµε, ο Λευτέρης Βογιατζής που θαύµαζα. Αγαπούσα το θέατρο, αλλά ήθελα να κάνω και τη ζωή µου.
Ο χρόνος σάς έχει φερθεί καλά. Υπάρχει κάτι που σας φοβίζει στον τρόπο που επεµβαίνει στη ζωή σας;
Με φοβίζει µην αρρωστήσω άσχηµα. Μην πάθω καµιά άνοια. Τα γνωστά. Για να µάθω, ας πούµε, τα λόγια στο έργο του Προυσαλίδη, δούλεψα πάρα πολύ, γιατί δεν λειτουργώ το ίδιο όπως πριν από 10-15 χρόνια. Φοβάµαι τη στιγµή που θα θέλω να παίξω και δεν θα µπορώ. Γιατί ξέρω συναδέλφους κάποιας ηλικίας -και παλαιότερους- που φτάναν να τρέµουν πάνω στη σκηνή. Αυτό ελπίζω να µη µου συµβεί. Θέλω να σταµατήσω, δηλαδή, εγκαίρως ή να µε σταµατήσει η γυναίκα µου…