Πάνε 8 χρόνια περίπου που η μάνα μου δεν υπάρχει.
Και όλον αυτόν τον καιρό έρχεται στο νου μου κάθε φορά που πετυχαίνω κάτι. «Πού είσαι ρε μάνα να με δεις» μονολογώ.
– Που είσαι ρε μάνα να χαρείς τον γιο σου με δική του δουλειά, να δεις τους κόπους σου και τις γκρίνιες σου να πιάνουν τόπο.
– Που σαι να δεις τη νύφη σου, που είναι όπως θα την ήθελες.
– Πού είσαι να δεις την εγγονή σου που μεγάλωσε.
– Πού είσαι ρε μάνα να δεις τη μικρή που τώρα ξεπετιέται, να της πεις ιστορίες, να τη νταντέψεις, να την πας βόλτα.
Όσο ήσουν στη ζωή ρε μάνα, μόνο στα δύσκολα ερχόσουν στο νου μου.
Έτσι σαδιστικά για καλό λόγο δεν σε έπαιρνα τηλέφωνο. Μόνο όταν με πλάκωνε μαυρίλα, όταν ήθελα να κλάψω, όταν δεν με χωρούσε το σπίτι, όταν έπιανα πάτο, μόνο τότε σήκωνα το ρημάδι το τηλέφωνο για να βρω παρηγοριά.
Από μικρός δίπλα μου, παντού, φύλακας άγγελος. Με χτυπούσαν στο σχολείο; Ερχόσουν και καθάριζες εσύ. Τσακωνόμουν στον δρόμο; Πρώτη και καλύτερη να βάλεις στη θέση του τον κάθε νταή που πήγαινε να τα βάλει μαζί μου.
– Είσαι άντρας ρε, του έλεγες, που χτυπάς μικρότερους; Έλα βάλτα με κάποιον στην ηλικία σου.
Κι εγώ τότε ντρεπόμουν που δεν μπορούσα να τα πω μόνος μου αυτά και ταυτόχρονα φούσκωνα σαν γάλος πίσω από το φούστα σου που με υπερασπιζόσουν.
Με τα ζυμάρια στα χέρια είχες βγει θυμάμαι από το σπίτι, επειδή με άκουσες να κλαίω. Ήμουν δεν ήμουν 7. Ήταν Καλοκαίρι και είχα βγει εκεί στη γειτονιά να κάνω ποδήλατο. Έπεσα, θυμάμαι, και έσκισα τα γόνατά μου. Και τότε βγήκες γεμάτη αλεύρια και ζύμη τρέχοντας, τα σκούπισες πάνω στο ρούχο σου και με βούτηξες από τις μασχάλες να με στηλώσεις στα πόδια μου.
– Έλα να σε πλύνω, μου είπες και να σου κάνω ένα χτυπητό αυγό με κακάο.
Το αγαπημένο μου που μου το έδινες σε ειδικές περιπτώσεις. Σαν αυτή.
Όταν δεν νιώθω καλά μάνα, θυμάμαι αυτό το χτυπητό αυγό με το κακάο, και γαληνεύει η ψυχή μου.
Ολόκληρο γαϊδούρι είχα γίνει και κάθε φορά που σκόνταφτα στη ζωή, ήσουν πάντα εκεί με μια ανοιχτή αγκαλιά που μύριζε τσουρέκι και βανίλια. Και δεν πα να είχες εσύ τα δικά σου προβλήματα; Τους λογαριασμούς που δεν σου έβγαιναν; Τον αδερφό μου που ήταν ασθενικός; Τον πατέρα μου που χανόταν για μέρες και επέστρεφε όποτε του καπνίσει; Κι όμως, ήσουν πάντα βράχος, ακλόνητος όσα κύματα κι αν σε χτυπούσαν αλύπητα.
Πάντα για όλους ρε μάνα εκεί, και για σένα τίποτα.
Πάντα να δώσεις, να βοηθήσεις, να τρέξεις, με μια καλή κουβέντα στο στόμα, μια πίτα στο χέρι. Αλλά για τον εαυτό σου δεν άφησες κάτι. Λες και ήσουν φτιαγμένη να ζεις για να δίνεις στους άλλους. Μάνα για όλους, και για τους συγγενείς και τη γειτονιά. Αλλά εσύ χωρίς μάνα, και ούτε μάνα του εαυτού σου.
Τώρα, λοιπόν, σε ξαναθυμήθηκα – πάλι στα καλά, είδες; – γιατί η εγγονή σου, πήρε το Lower. Σιγά το πράγμα, θα μου πεις, αλλά είναι αυτό που έλεγα παραπάνω, είναι μια επιτυχία και θα ήθελα να ήσουν εδώ, να τη μοιραστώ μαζί σου. Να μπορούσε η μικρή να σε πάρει τηλέφωνο και να σου πει: «Γιαγιά, που να στα λέω, το πήρα το δίπλωμα των αγγλικών» να χαρείς λίγο.
Θα ήθελα να ήσουν εδώ μόνο για να σε ποτίζω χαρές και επιτυχίες. Για να δικαιωθείς για όλα όσα περίμενες από μένα, να δεις ρε μάνα ότι έγιναν, όπως τα ονειρεύτηκα. Γιατί μπορεί να ήσουν «παλιάς κοπής» αλλά ήθελες τα δικά μου όνειρα να πραγματοποιήσω και όχι τα δικά σου.
Για αυτό όποτε σου έλεγαν: «Να τον δείτε όπως επιθυμείτε«, απαντούσες: «Όπως επιθυμεί αυτός ας τον δω, και θα είμαι καλά».
Και τώρα, με αφορμή αυτό το μικρό δίπλωμα, θα ήθελα να καθόσουν μαζί μας στο τραπέζι και να σε κάνω μια αγκαλιά σφιχτή να εξιλεωθώ για όλες τις φορές που δεν σε σκέφτηκα. Γιατί δεν ήξερα πως είναι να είσαι γονιός. Δεν μπόρεσα ποτέ να μπω στη θέση σου.
Και αν και δεν μου είπες ποτέ «θα γίνεις γονιός και θα καταλάβεις», γιατί δεν πλήγωνες ποτέ κανέναν, τελικά, ρε μάνα, έγινα γονιός, και κατάλαβα. Και δεν ξέρω αν οι συγγνώμες μου φτάνουν εκεί πάνω. Αλλά είναι τόσο αληθινές που θα σε βρουν όπου κι αν είσαι.
Γράφει ο Σπύρος Ζανέτος