Ο Χόρχε Μπουκάι ξέρει να σπάει αμέσως τον πάγο. Είναι εγκάρδιος, πληθωρικός, άμεσος και όσο περνάει η ώρα χαρίζει στους συνομιλητές του μερικά από τα ξεκαρδιστικά ανέκδοτα που γνωρίζει.
Του ζητάω να σχολιάσει αυτή την τεράστια δημοφιλία του και πώς νιώθει με τις πολλές εκδηλώσεις θαυμασμού που εισπράττει. Τον ενοχλεί; Τον κολακεύει;
«Είναι ένα μείγμα. Η πρώτη αντίδραση είναι η έκπληξη. Γεννήθηκα στο Μπουένος Αϊρες, σε μια πολύ φτωχική γειτονιά, δύο τετράγωνα μόλις από τη χωματερή της περιοχής. Εζησα σ’ ένα σπίτι πολύ χαμηλής μεσαίας τάξης.
Ο πατέρας μου δούλευε από Δευτέρα σε Δευτέρα. Στα 12 χρόνια μας, κι εγώ και ο αδελφός μου έπρεπε να δουλεύουμε. Οπότε, η πρώτη αντίδραση είναι η έκπληξη, ο αιφνιδιασμός.
Δεν θα πίστευα ποτέ, τότε, ότι τώρα θα βρίσκομαι σε αυτό το μπαλκόνι και θα βλέπω την Ακρόπολη.
Ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι θα μπορώ να ζω από τα βιβλία μου και να δέχομαι τα χειροκροτήματα τόσων ανθρώπων. Μετά την έκπληξη, έρχεται η κολακεία και η απόλαυση.
Είναι ικανοποίηση να σε αγαπούν, να σε αγκαλιάζουν, να σε πιστεύουν και να σε χειροκροτούν.
Μετά έρχεται η ευθύνη, γιατί ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι από 15 έως 20 χρόνων, το πρώτο βιβλίο που διαβάζουν, χωρίς να τους υποχρεώσει κανείς, είναι ένα δικό μου βιβλίο. Αυτό είναι τεράστια ευθύνη.
Δεν μπορώ να γράψω αν δεν σκέφτομαι ποιος με διαβάζει. Για μένα το γράψιμο είναι πολύ σκληρή δουλειά· δεν κάθομαι ποτέ μπροστά στο κομπιούτερ περιμένοντας την έμπνευση.
Γράφω όταν έχω σκεφτεί όσα θέλω να πω». Και σε αυτό το σημείο μάς αποκαλύπτει ότι έχει κάνει «μια-δυο σκανταλιές με μυθοπλασία», που δεν έχει κυκλοφορήσει στην Ελλάδα.
Ηταν ένα μυθιστόρημα που ο ατζέντης του… έκλεψε από το σπίτι του, το έστειλε σε διαγωνισμό με ψευδώνυμο και το μυθιστόρημα βραβεύτηκε.
Το έπαθλο ήταν η έκδοση του βιβλίου! Τίτλος «Ο υποψήφιος», ένα πολιτικό νουάρ, με θέμα τη διαφθορά και την εμπλοκή της πολιτικής με τα ΜΜΕ που εκτυλίσσεται σε μια χώρα της Λατινικής Αμερικής. «Ευτυχώς αυτό δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα», λέει με πονηρό χαμόγελο!
– Γιατί ο κόσμος προσφεύγει στα βιβλία σας; Γιατί χρειάζεται αυτό το στήριγμα;
– Ποιος ξέρει; Αν το ήξερα θα μπορούσα να το πω στον γιο μου που τώρα αρχίζει να γράφει, στους συναδέλφους μου που γράφουν καλύτερα από μένα αλλά δεν πουλάνε όσο εγώ, και σε ανθρώπους που θαυμάζω ως συγγραφείς.
Ισως να το ξέρουν οι ίδιοι οι αναγνώστες. Φαντάζομαι κάποιους λόγους. Χρησιμοποιώ τα παραμύθια σαν διδακτική μέθοδο και αυτό αρέσει στον κόσμο. Μιλάω για τον εαυτό μου και όχι για εκείνους, και αυτό τους αρέσει.
Και μιλάω για όσα φάνηκαν σε μένα χρήσιμα και όχι για όσα θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμα σε άλλους. Και κυρίως γράφω για να με καταλάβει η μαμά μου! Ξέρετε αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, είναι αλήθεια. Η μητέρα μου πήγε λίγες τάξεις του δημοτικού.
Αρχισε να απολαμβάνει το διάβασμα μετά τα 30, κυρίως μέσα από τα δικά μου κείμενα. Μερικές φορές μού έλεγε «δεν καταλαβαίνω τίποτα». Και της εξηγούσα. «Και γιατί δεν γράφεις όπως μου τα εξηγείς;» ήταν η απάντηση. Κι έτσι άρχισα να γράφω έτσι. Και αν μπορούσε να το καταλάβει η μαμά μου, θα μπορούσε και ο Στίβεν Χόκινγκ!
– Πολλοί από όσους διαβάζουν τα βιβλία σας θέλουν να μάθουν για τον εαυτό τους, αλλά φοβούνται να χτυπήσουν την πόρτα του ψυχαναλυτή. Τι τους λέτε;
– Κατά κάποιον τρόπο τα βιβλία επιχειρούν να πουν σε αυτούς τους ανθρώπους ότι δεν θα ήταν κακό να χτυπήσουν αυτή την πόρτα. Βρίσκω όμως την ευκαιρία, κάθε φορά, όταν μου κάνουν αυτή την ερώτηση, να πω ότι κανένα από τα βιβλία μου δεν αντικαθιστά τη δουλειά ενός ψυχαναλυτή.
Ισα ίσα που όλα τα βιβλία μου, ακόμη κι αν τα διαβάζει κάποιος συνειδητά για 20 χρόνια, δεν θα είναι τόσο ευεργετικά όσο μία συνεδρίαση 45 λεπτών με κάποιον ψυχαναλυτή. Τα βιβλία είναι θεραπευτικά, αλλά δεν είναι θεραπεία.
Η αυτοπεποίθηση είναι τέχνη των γονιών
– Εχετε μια εκτίμηση, πόσοι οδηγήθηκαν μέσα από τα βιβλία σας στη διαδικασία της ανάλυσης;
– Εχω εικόνα, αλλά δεν έχω αριθμούς. Οταν άρχισα να γράφω πριν από 30 χρόνια, η ψυχανάλυση ήταν κάτι αποδεκτό, αλλά με τον τρόπο τον παραδοσιακό. Ομως, εγώ έκανα ψυχοθεραπεία με τη μέθοδο Γκεστάλτ. Τότε όλοι οι συνάδελφοί μου θύμωσαν μαζί μου, μου έλεγαν ότι είμαι σαν μάγος που αποκαλύπτει τα κόλπα του και ότι θα απομάκρυνε τους ασθενείς από τη θεραπεία.
Συνέβη το αντίθετο. Ολο και περισσότερος κόσμος σκέφτηκε ότι πρέπει να κάνει μια θεραπεία και να αναζητά βοήθεια από τους αναλυτές. Νομίζω ότι ο κόσμος κατάλαβε πως είναι καλό να ζητήσει βοήθεια.
Με ταπεινότητα μπορώ να πω ότι τα βιβλία μου και άλλων συναδέλφων βοήθησαν να φύγει από την ψυχοθεραπεία αυτό το πέπλο του μυστηρίου που την περιτύλιγε κι επέτρεψε να γίνει κατανοητό ότι η ψυχοθεραπεία δεν είναι κάτι για λίγους και μυημένους.
Είμαι περήφανος γι’ αυτό. Πιστεύω στην ψυχοθεραπεία για υγιείς, όχι για να θεραπευτούν κάποια προβλήματα, αλλά για να βοηθηθούν κάποιοι υγιείς άνθρωποι να ωριμάσουν. Οχι για να γίνουν καλά, αλλά για να μάθουν να ζουν καλύτερα.
– Εξακολουθείτε να έχετε επικριτές για τα βιβλία σας;
– Οχι, δεν έχω πια. Αλλά επειδή είναι ψυχαναλυτές, κατάλαβαν ότι μου έκαναν κριτική γιατί αυτό ήθελαν να κάνουν όλοι. Οι κριτικές λειτούργησαν έτσι: όταν πούλησα τις πρώτες 10 χιλ. αντίτυπα είπαν «για κοίτα αυτό το παιδί»!
Ημουν 30 χρόνων τότε. Οταν έφτασαν τις 100 χιλ. αντίτυπα τα βιβλία μου, είπαν «μα ποιο είναι αυτό το παιδί;».
Οταν έφτασαν τις 200 χιλ., «αυτός ο κύριος είναι κάτι παράξενο. Με ποιον κοιμάται το βράδυ;». Οταν έφτασαν οι πωλήσεις το 1 εκατ., πολλοί είπαν ότι «είναι ένας έμπορος». Η μαμά μου, που είναι η πηγή της έμπνευσής μου, μου έλεγε: «Πρέπει πάντα να είσαι τόσο επιτυχημένος; Ο κόσμος είναι πολύ ζηλιάρης».
– Ο φθόνος δεν είναι από τα βασικά προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις;
– Οχι, στ’ αλήθεια δεν είναι. Οταν κάποιος σε φθονεί σου επιβεβαιώνει ότι είσαι στον σωστό δρόμο.
– Την αυτοπεποίθηση και το χιούμορ τα οφείλετε στη μαμά σας;
– Η αυτοπεποίθηση οφείλεται στο ότι και οι δύο γονείς έδειξαν την εμπιστοσύνη τους σε σένα. Η αυτοπεποίθηση μαθαίνεται από την αγάπη των γονιών για το παιδί. Δεν είναι ότι δεν μπορεί κάποιος να έχει αυτοεκτίμηση αν δεν έχει γονείς που τον αγαπούν, αλλά θα του πάρει πολύ περισσότερο να το κατακτήσει.
Είχα το προνόμιο να είμαι σ’ ένα σπίτι με δύο γονείς που αγαπιόντουσαν πολύ μεταξύ τους, αγαπούσαν πολύ εμένα και τον αδελφό μου και μας δίδαξαν να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Και ποτέ δεν μας σύγκριναν. Εδιναν στον καθένα την αξία που είχε. Η αυτοπεποίθηση, λοιπόν, δεν είναι δικό μου χάρισμα. Είναι η τέχνη των γονιών μου.
Το χιούμορ όμως το πήρα από τον πατέρα μου. Η μαμά μου άνοιγε την καρδιά της και ο μπαμπάς μου άνοιγε το στόμα του, έλεγε ιστορίες και γελούσαμε. Τίποτα δεν είναι τόσο σοβαρό, ώστε να μην μπορείς να το διακωμωδήσεις.
Ούτε ο θάνατος. Ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα είναι να μπορείς να γελάσεις, και να διακωμωδείς τα ίδια σου τα ελαττώματα. Με ρωτούν πώς η Αργεντινή κατάφερε να επιβιώσει. Νομίζω ότι οι Αργεντίνοι γελούν με τον εαυτό τους.
Και αυτό είναι πλεονέκτημα. Από τα λίγα που γνωρίζω, εσείς εδώ στην Ελλάδα δεν γελάτε τόσο δυνατά. Πρέπει να αλλάξουμε εσωτερικά, για να μπορέσουμε να γελάσουμε.