Χάραμα ερχόταν η κυρία Ειρήνη στο σπίτι μας, με μια πετσέτα κουζίνας και μέσα το πεσκέσι. Στο νησί, διακοπές με τη γιαγιά, οι γονείς μου Αθήνα να δουλεύουν, κι εγώ αφημένη στα δυο της χέρια. Τα πιο άξια χέρια που έφτιαχναν ζυμωτά ψωμιά, πίτες, γεμιστά, μπριάμ και που όταν πλέκονταν γύρω μου έδιναν τις πιο μυρωδάτες αγκαλιές. Αγκαλιές που μύριζαν βανίλια, αγιόκλημα και ξεχείλιζαν αγάπη.
Ερχόταν η Κυρία Ειρήνη λοιπόν, κρατώντας την πετσέτα και ήξερα ότι κάτι καλό υπήρχε μέσα εκεί κρυμμένο. Σηκωνόμουν από το κρεβάτι με τις τσίμπλες στα μάτια, ένα φανελάκι και ένα βρακί και ξυπόλυτη έτρεχα καταπάνω της να δω τι είχε φέρει σήμερα. Μέσα στην πετσέτα, ήταν 4-5 αυγά που έκαιγαν, γεμάτα πούπουλα. «Από τον πωπό της κότας» μου έλεγε η κυρία Ειρήνη. Δώστα στη γιαγιά σου να σου κάνει κανένα χτυπητό.
Τα έπαιρνα απαλά στα χέρια μου, με περίσσεια τρυφερότητα, σαν να ήταν κοτοπουλάκια, και τα έβαζα με προσοχή σε ένα μπολ στον πάγκο της κουζίνας. «Γιαγιά, γιαγιάαααα» φώναζα χοροπηδώντας, «έλα η Κυρία Ειρήνη μας έφερε αυγά. Έλα να μου κάνεις χτυπητό».
Η γιαγιά κατεύθανε από το φούρνο, που πάντα κάτι έψηνε, σκούπιζε τα χέρια της στην ποδιά της άλλοτε από τα ζυμάρια, άλλοτε από τα αλεύρια και άλλοτε από τα σπανάκια και έλεγε «πάλι χτυπητό;, θα με σκοτώσει η μάνα σου που σου δίνω ζάχαρες».
«Δεν θα της το πούμε γιαγιά» της έλεγα. «Έλα, έλα, σε παρακαλώ, κάνε μου ένα χτυπητό».
«Φέρε μου ένα κουπάκι» έλεγε εκείνη και εγώ ανέβαινα σε μια καρέκλα, άνοιγα το ντουλάπι του τζαμένιου μπουφέ και διάλεγα το αγαπημένο μου «κουπάκι», ένα φλυτζάνι του καφέ δηλαδή, που είχε πάνω κάτι λουλουδάκια με μια τεράστια πεταλούδα. «Πρόσεχε εκεί με την καρέκλα» έλεγε εκείνη και έπαιρνε το φλυτζάνι.
Με τα δυο της χέρια έσπαγε δύο αυγά και έριχνε μέσα τους κρόκους. Τους κοίταζα όπως ήταν δίπλα δίπλα στον πάτο του φλυτζανιού, και έμοιαζαν σαν πλανήτης με δύο ήλιους, σαν δύο ηλιοβασιλέματα, το ένα πιο λαμπρό από το άλλο. Η γιαγιά έπιανε τη ζάχαρη, και την έριχνε με τα χέρια λες και ράντιζε, λες και ήταν αλάτι και μετά έπαιρνε το κουταλάκι του γλυκού. «Γιαγιά και κακάο θέλω’, έλεγα εγώ και έτσι βάζαμε και κακάο. Μετά άρχιζε να χτυπάει δυνατά τους κρόκους με τη ζάχαρη και το κακάο, ενώ εγώ περίμενα με αδημονία να δοκιμάσω. Του κουτάλι ανακάτευε με δύναμη το μείγμα που σιγά σιγά άρχιζε να υποτάσσεται, να «λιώνει» να γίνεται από πορτοκαλί, κατακίτρινο, ενώ μέσα του λαμπίριζαν σαν μικρά μικρά γυαλάκια, οι διάφανοι κόκκοι της ζάχαρης
Σε δυο λεπτά το μαγικό «υγρό» ήταν έτοιμο. «Φάτο σιγά σιγά» μου έλεγε η γιαγιά, με την ησυχία σου, μην μου πάθεις και τίποτα. Έπαιρνα το φλυτζανάκι και πήγαινα και καθόμουν στα σκαλάκια, κάτω από την κληματαριά. Όπως οι σκύλοι που παίρνουν τον μεζέ από το χέρι και πάνε να τον φάνε σε μια μεριά με την ησυχία τους, έτσι κι εγώ, το έπαιρνα και πήγαινα παράμερα να το απολαύσω, να μην με διακόψει κανείς από εκείνη την ιεροτελεστία.
Δεν ξέρω γιατί μου άρεσε τόσο. Ήταν εκείνη η γλύκα της ζάχαρης, τα ολόφρεσκα αυγά, το χέρι της γιαγιάς, το καλοκαίρι, η αυλή, η αδημονία μιας καινούριας μέρας στο χωριό… Το χτυπητό αυγό ήταν από εκείνες τις γεύσεις που δεν ξέρεις αν τελικά ήταν τόσο μοναδικές από μόνες τους, ή αν τις έκανε έτσι ο χρόνος.
Γιατί και τώρα θα μπορούσα να κάνω ένα «χτυπητό». Τι είναι; Πέντε λεπτά υπόθεση. Όμως ξέρω ότι δεν θα είναι το ίδιο. Θα του λείπουν όλα τα άλλα συστατικά που το έκαναν σπουδαίο. Η αύρα του νησιού, η αγάπη της γιαγιάς που πολλαπλασιαζόταν, το «κουπάκι», η κληματαριά, τα σκαλάκια και κυρίως η παιδική μου ψυχή που τα περνούσε όλα από το φίλτρο της αθωότητας, γι’ αυτό και τα έκανε να φαίνονται μαγικά.
Γράφει η Αποστολία Καζάζη