Σε σημεία όπου μπορούμε να κοιτάξουμε άφοβα στον καθρέφτη της ψυχής μας, να πάρουμε άφεση για όλα μας λάθη και επιτέλους να νιώσουμε ότι δεν ανήκουμε σε καμιά θρησκεία, σε καμία φυλή, σε καμιά οικογένεια και κανέναν ουρανό.
Αυτά τα χωριά αξίζει να ξυπνήσεις ένα πρωί και, με μόνες προμήθειες ό,τι έχει απομείνει στη μέσα τσέπη του παλτού, να ψάξεις να τα βρεις. Έτσι ξαφνικά. Άλλωστε, ο πιο σύντομος δρόμος για να ζητήσεις συγγνώμη από τον εαυτό σου για όλα όσα μετάνιωσες την τελευταία στιγμή, είναι η tabula rasa της πέτρας και του βουνού.
Επτά κουκλίστικα χωριά μας καλούν για να περάσουμε σαββατοκύριακα στο ωραιότερο σκηνικό, αυτό της φθινοπωρινής Ελλάδας.
Αγόριανη, Φωκίδα
Στο δρόμο για την Αγόριανη (ή Επτάλοφος όπως είναι επίσημα το όνομά του από το 1928) νομίζεις ότι πετάς μέσα στα σύννεφα, μέσα στο απόλυτο λευκό της ομίχλης. Φτάνοντας βράδυ στην Αγόριανη, μάλλον δεν πρόκειται να δεις τίποτα γύρω σου.
To μόνο που θα σε ειδοποιήσει ότι έφτασες, είναι ο ήχος του καταρράκτη που κατεβαίνει ορμητικός μέχρι το χωριό.
Το ηλιόλουστο πρωινό θα διαλύσει το μυστήριο και θα σου φανερώσει την όμορφη πλατεία της Αγόριανης με τα πραγματικά θεόρατα πλατάνια που με τα φύλλα τους σου στρώνουν χρυσοκόκκινο χαλί. Δυο βρύσες έχουν γίνει ένα με τους κορμούς και το νερό μοιάζει να αναβλύζει από μέσα τους. Έχει κάτι το ειδυλλιακό αυτό το χωριό, που σου βγάζει τη φυσιολατρική πλευρά του εαυτού σου.
Άγραφα, Ευρυτανία
Δυόμιση ώρες από το Καρπενήσι, μετράμε βουνοκορφές, ακολουθούμε την πορεία του Αγραφιώτη, κρατάμε την αναπνοή μας βλέποντας τον γκρεμό να απλώνεται κάτω απ’ τα πόδια μας. Πέτρινες γέφυρες, ρυάκια, ξωκλήσια, πλατάνια, μοναστήρια κρυμμένα μες στο βουνό, πεύκα και αλεπούδες.
Στο πιο απομακρυσμένο κομμάτι της Ευρυτανίας, στη νότια πλευρά της Πίνδου οι παππούδες πίνουν θερμαντικό τσίπουρο με παντοτινή συντροφιά το παλιό τρανζίστορ που επιμένει να λειτουργεί ακόμα. Βόλτα στα καλντερίμια, καθώς η βροχή μαστιγώνει δέντρα και στέγες.
Τα Άγραφα μοιάζουν με ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Τόπος για ταξιδιώτες που λατρεύουν το παλιό, το αυθεντικό και που ονειρεύονται να κλείσουν την τηλεόραση, να σβήσουν το laptop, να χαθεί το σήμα απ’ το κινητό τους. Να τους ξυπνούν το πρωί τα κοκόρια, να πίνουν καφέ στο μπακίρι παρέα με τους παππούδες, να τρώνε ό,τι έχει η κατσαρόλα σε ταβέρνες χωρίς μενού. Τρία καφενεία και τρεις ταβέρνες είναι όλη κι όλη η ψυχαγωγία στ’ Άγραφα. Μόνιμοι κάτοικοι μετρημένοι.
Συρράκο, Ιωάννινα
Αν το Συρράκο έχει ξένους, το καταλαβαίνεις στη θολωτή πέτρινη πύλη του. Εκεί αφήνουν τα αυτοκίνητα, δεν τα σηκώνουν τα σοκάκια. Λίγα και τα φώτα στα πέτρινα αρχοντικά.
Τα χαλάκια έξω από τις πόρτες τα πατάς και βουλιάζουν. Από παντού ακούγονται νερά. Το ποτάμι, οι βρύσες, οι μικροί καταρράκτες και η βροχή που πάντα πέφτει. Στο Συρράκο συνειδητοποιούμε πως βρισκόμαστε πιο ψηλά από τα πυκνά σύννεφα που σκεπάζουν την χαράδρα.
Τα σοκάκια είναι στρωμένα με άσπρη πέτρα πελεκητή, δεξιά και αριστερά χαμηλές μάντρες, ξύλινες πόρτες, παλιές, αμπαρωμένες, με μπρούτζινα »χτυπητήρια» και γυφτόκαρφα. Πίσω από τα θολά παράθυρα των αρχοντικών αχνοφαίνονται βενετσιάνικα σερβίτσια, σιδερένια κρεβάτια από τη Βιέννη, παλιές φωτογραφίες με ροδομάγουλες βλάχες ντυμένες με παριζιάνικες δαντέλες. Οι κάτοικοι του Συρράκου ταξίδεψαν σε όλη την Ευρώπη.
Ήταν ικανοί ραφτάδες και δαιμόνιοι έμποροι, που διακινούσαν τα προϊόντα τους σε όλα τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και λιμάνια της Ευρώπης. Λιβόρνο, Τεργέστη, Ρώμη, Οδησσός, Μόσχα, Παρίσι. »Εδώ περιμένουμε μόνο τον ψαγμένο ταξιδιώτη, εκείνον που δεν θα απογοητευτεί επειδή δεν θα βρει μπαράκια και πολλές ταβέρνες», λέει η κυρά-Πόπη.
Μεταξοχώρι, Λάρισα
Χειμώνας από μετάξι σε ένα χωριό κρυμμένο πίσω από την Αγιά, στους πρόποδες του Κισσάβου. Τεράστια αρχοντικά φτιαγμένα από πέτρα. Ψηλοτάβανα και επιβλητικά, με μεγάλες πόρτες και χρωματιστά παραθυρόφυλλα. Στα σοκάκια, άνθρωποι ευτυχισμένοι, χαμογελαστοί όλη τη διάρκεια του χρόνου. Παππούδες που περπατούν γυρτοί πάνω στις γκλίτσες τους με τις τσέπες γεμάτες καραμέλες.
Η μεγάλη πλατεία του χωριού περιμένει το χειμώνα για να φορέσει τα λευκά της. Ο αέρας μοσχοβολά από τα κυδώνια και τα μήλα που ψήνονται στο φούρνο, κεντημένα με μυρωδικά και ξύλα κανέλας.
Ξαφνικά, από το πουθενά, δυναμώνει. Φυσά τώρα μανιασμένος. Το νυχτερινό περπάτημα στο Μεταξοχώρι εξελίσσεται σε συναυλία. Drums παίζει ο αγριεμένος άνεμος που ξεκινά από το πουθενά, ηλεκτρική κιθάρα τα νερά που κατεβαίνουν από το Κίσσαβο και πλήκτρα τα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Πρωταγωνίστρια η βροχή, που κάνει τα φωνητικά. Κάτι τέτοιες νύχτες, αξίζει να μην κοιμηθείς.
Σμίξη, Γρεβενά
Το ένα από τα τέσσερα Βλαχοχώρια –ίσως το καλύτερο και πιο ενδιαφέρον- μπορεί να καυχιέται ότι παρέχει απλόχερα το οξυγόνο και την ζωογόνα βλάστηση του βουνού.
Σε αντίθεση με το εξ ανάγκης γυμνό τοπίο της κοντινής χιονοδρομικής πίστας, προβάλλει μια πληθωρική φιγούρα με οξιές, πεύκα και έλατα. Στα λίγα στρωμένα με πέτρα δρομάκια του χωριού δεν θα συναντήσεις ταβέρνες ή μπαρ. Αντίθετα, θα βρεις όλα εκείνα που χρειάζεται το μυαλό και η ψυχή για να ξαποστάσουν.
Την ηρεμία ενός τόπου που οι μυρωδιές έχουν το άρωμα της φύσης και οι ήχοι σε συνδέουν με το alter ego σου. Και όταν θα φύγεις από εκεί το σίγουρο είναι ένα: ότι μαζί με τις εικόνες που ταΐζουν την φαντασία σου, θα πάρεις και γεμάτες μπαταρίες που θα αποφορτιστούν μόνο όταν θα έχεις πλέον αποφασίσει την επιστροφή σου. Οι μόνιμοι κάτοικοι είναι ελάχιστοι αφού το χωριό από τον εμφύλιο ως το 1990 είχε ερημώσει, μέχρι κάποιοι μερακλήδες ντόπιοι να αναπαλαιώσουν τα αρχοντικά τους.
Ζαρούχλα, Αχαΐα
Εδώ νιώθουμε πάλι σαν σχολιαρόπαιδα που μόλις ανακάλυψαν το καλύτερα κρυμμένο μυστικό των Αροανίων μόλις μισή ώρα απ’ τα Καλάβρυτα, κάνουμε πικ-νικ πλάι στον ποταμό Κράφη και παίζουμε κρυφτό ανάμεσα στα έλατα.
Μικροσκοπικό χωριό, με έναν κεντρικό πλακόστρωτο δρόμο, μαγαζάκια δεξιά κι αριστερά και πέτρινα κουκλίστικα σπίτια. Τριγύρω πυκνά δάση από έλατα και καστανιές που μας προκαλούν να αναζητήσουμε ιστορίες με νεράιδες και ξωτικά. Κοντά της η μικρή λίμνη Τσιβλού που μοιάζει με μυστική γαλάζια όαση περιτριγυρισμένη από τις δασοσκέπαστες πλαγιές και τις βαθιές χαράδρες του αχαϊκού τοπίου.
Ένα αλπικό τοπίο σε μικρογραφία στην καρδιά της Αχαΐας. Στα νερά της καθρεφτίζεται το χρυσοκίτρινο πάπλωμα των πλαγιών που σε λίγους μήνες θα δώσει τη θέση του στο λευκό του Χειμώνα. Κατηφορίζοντας προς τη λίμνη, οι κορμοί των πεύκων, των ελάτων και των πλατανιών δημιουργούν ένα φυσικό χωμάτινο μονοπάτι, που διατηρεί τα χνάρια από τα αυλακωτά λάστιχα των mountain bikes.
Στις όχθες της ζευγάρια δασκαλεμένα από τους κατοίκους της Ζαρούχλας μιλούν δυνατά για την τυχαία ανακάλυψη της »δικής τους» γωνιάς και κουρασμένοι γιάπηδες που επιτέλους ξέκλεψαν μια έξτρα μέρα διαφυγής από την πρωτεύουσα.
Κοσμάς, Αρκαδία
Για να χαθούμε στη μετάφραση προσπαθώντας να καταλάβουμε την τσακώνικη διάλεκτο. Και να μάθουμε να μη φοβόμαστε τις στιγμές που δεν έχουμε τίποτα να μοιραστούμε – είναι κι αυτό μια μορφή ελευθερίας.
Μέχρι πρόσφατα ο Κοσμάς δεν ανήκε σε κανένα δήμο – ήταν κοινότητα και μάλιστα η μοναδική του νομού. Σήμερα, ανήκει στο δήμο Νότιας Κυνουρίας με έδρα το γειτονικό του Λεωνίδιο. Η φύση προίκισε τον Κοσμά με μυριάδες ομορφιές.
Οι πλαγιές του Πάρνωνα που τον φιλοξενούν στάθηκαν γενναιόδωρες και τρέφουν τα καστανόδεντρα. Τα πλατάνια τραβούν τους χυμούς της ιστορίας και τα φύλλα τους την ψιθυρίζουν. Λένε για τις μάχες που γίνανε εδώ, λένε για τις καταστροφές. Λένε για τους »γιωργαντζάδες» και τους βοσκούς. Μιλάνε για το μοναστήρι, την Παναγιά την Έλωνα και το Μαλεάτη Απόλλωνα.