Γλώσσες, τέχνες, μυρωδιές, υφάσματα και αισθητική- ένας πολυπολιτισμικός παράδεισος σε πλήρη άνθιση που έσβησε μέσα στις φλόγες.
Σμύρνη ήταν το κέντρο όλων, σήμερα είναι η εστία όλων των χαμένων αξιών. Ένας μέγιστος εμπορικός κόμβος μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η κοιτίδα πολλών αρχαίων λαών και πολιτισμών.
Από τους 370000 κατοίκους της πόλης, οι 165000 ήταν Έλληνες. Το ελληνικό στοιχείο, διάσπαρτο σε όλο το μήκος και το πλάτος της Ανατολίας μακροημέρευε κυρίως στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη. Οι δε άνθρωποι που ζούσαν εκεί, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Λεβαντίνοι, ήξεραν όλοι να μιλούν ελληνικά. Η ελληνική γλώσσα είχε γίνει “η γλώσσα των εμπόρων και της καλής κοινωνίας”.
Η μουσική και τα τραγούδια ήταν πολύ έντονα στοιχεία σε καφενέδες, μπακαδοταβέρνες, γάμους και βαφτίσεις με τους οργανοπαίχτες να αποκαλούνται παιχνιδιάτορες και τα μουσικά όργανα, παιχνίδια. Στα μαγαζιά του Φραγκομαχαλά οι ντόπιοι έβρισκαν παιχνίδια όμορφα και κουρντιστά, “από παραδείσια φτερά για τα μαλλιά των γυναικών μέχρι σκαρπίνια για Σταχτοπούτες”.
Έχει περάσει σχεδόν ένας αιώνας από τη μέρα που οι φλόγες ξεκίνησαν από την αρμένικη συνοικία και εξαπλώθηκαν μέχρι και τα πολυτελή κτίρια της προκυμαίας Quai. Τα πάντα κάηκαν στη Σμύρνη εκτός από τον μαχαλά των Τούρκων. Το χειρότερο από όλα, όπως ανέφερε ο Χένρυ Μίλλερ, «Η Σμύρνη σβήστηκε από την παγκόσμια μνήμη».
Το βιβλίο “Τρεις αιώνες, μια ζωή” της Μικρασιάτισσας Φιλιώς Χαιδεμένου, περιέχει πληροφορίες από όσα έζησε εκεί, από όσα είδε, άκουσε και επηρέασαν με έναν δυνατό τρόπο τη ζωή της. Οι αναφορές στις γυναίκες, στις γεμάτες ημέρες των κατοίκων μας μεταφέρουν εκεί, στην πόλη που έμοιαζε ότι δεν θα πεθάνει ποτέ και ας έσβησε τόσο νωρίς.
Ξεκινώντας από τις γυναίκες της Σμύρνης, όλες είχαν πάνω τους έναν αλλοτινό αέρα, μία αύρα από αλλού φερμένη. Στη Σμύρνη, οι γυναίκες ακολουθούσαν πιστά τη μόδα και η μόδα δεν αργούσε να φτάσει στα Βουρλά. Ο τρόπος που οργάνωναν και ζούσαν την κάθε ημέρα όλοι οι άνθρωποι εκεί, θα μπορούσε να προσδώσει αιώνιο χαρακτήρα στην πόλη.
Ο Σικελιανός στον πρόλογο του μυθιστορήματος “Αιολική γη” του Βενέζη έγραψε: “Είναι η γλυκιά ιωνική ατμόσφαιρα, είναι η κρυφή, χαμένη θαλπωρή της μυστικής του κόσμου σάρκας που απροσδόκητα ξανάρχεται και πάλι σ’ επαφή μητριαρχική μαζί μου, είναι η αγνή ιωνική πνοή του ξεχασμένου και νοσταλγημένου από με τον ίδιο πολιτισμού”. Θωμάς Κοροβίνης, “Σμύρνη: Μια πόλη στη λογοτεχνία”.
Στη Σμύρνη ακόμη και οι φτωχοί περνούσαν καλά γιατί παρά την ανέχεια ήξεραν να την χαίρονται τη ζωή. Οι βιοπαλαιστές της Σμύρνης, οι άντρες του ”μπάσο ράγκου” που στα ιταλικά σημαίνει ”κατωτέρας τάξεως”, με το που τέλειωναν τη σκληρή δουλειά κατέφευγαν στις ταβέρνες, τα ζυθοπωλεία, τις μπακαλοταβέρνες και τους καφενέδες, που όλα τους είχαν ζωντανή μουσική. Εκεί μέσα ακούγαν τους αμανέδες, τα μερακλίδικα σμυρναίικα και χορεύανε τους καρσιλαμάδες, τα ζεϊμπέκικα και τα χασάπικα.
Η ιστορία της
Ίδρύθηκε από τους Αιολείς το 1.100 π.Χ. και τον 8ο αι. π.Χ. καταλήφθηκε από τους Ίωνες (συγκεκριμένα τους Κολοφώνιους). Επί ηγεμονίας των Αχαιμενιδών της Περσίας οι Σμυρνιοί διασκορπίστηκαν στα τριγύρω χωριά και όταν έφτασε στην περιοχή ο Μέγας Αλέξανδρος τους συνένωσε και κατασκεύασε την καινούργια πόλη στους πρόποδες του όρους Πάγου, εκεί που βρίσκεται και η σημερινή πόλη της Σμύρνης.
Σταδιακά, η πόλη άρχισε να ακμάζει με αμείωτο ρυθμό ακόμη και στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Οι Ρωμαίοι δε την τίμησαν τρεις φορές με τον εγκωμιαστικό τίτλο της ”νεωκόρου” λόγω της εκπληκτικής της ευημερίας. Στη βυζαντινή εποχή διένυσε περιόδους ακμής και παρακμής, πάντα επηρεαζόμενη από τις εσωτερικές αναταράξεις που κλόνιζαν συθέμελα την Αυτοκρατορία. Η πόλη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το 1424 και παρέμεινε υπό την κατοχή τους μέχρι το 1919, όταν και αποβιβάστηκαν τα ελληνικά στρατεύματα.
Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας έχει ιστορία περίπου τριών χιλιάδων χρόνων. Κατά μεγάλες περιόδους αν όχι διαρκώς η παρουσία του ήταν κυρίαρχη από κάθε άποψη. Δημογραφική, οικονομική και πολιτιστική. Η εξασθένιση αυτής της παρουσίας σημειώθηκε στη μακρά περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας στον ίδιο χώρο και έληξε το 1922 με την μικρασιατική καταστροφή. Με την εξάπλωση του ελληνισμού στη Μικρά Ασία η περιοχή αυτή αρχίζει να εξελληνίζεται και έτσι σύντομα παρουσιάζονται τα πρώτα λαμπρά δείγματα του σπουδαίου πολιτισμού του. Κατά την αρχαιότητα ο λόγος, η σκέψη, η τέχνη και τα αρχαιολογικά ευρήματα (πόλεις, ναοί, δημόσια καταστήματα κ.λ.π) αλλά και τα μνημεία του λόγου.
Η φιλοσοφική σκέψη, τα μαθηματικά, η Φυσική, η ποίηση και ο πεζός λόγος σημείωσαν μεγάλη εξέλιξη. Εδώ πρωτάνθισε η επική και η λυρική ποίηση. Η πολιτιστική αυτή παρουσία ήταν παρόμοια με αυτή της Ελλάδας . Και κατά τη βυζαντινή περίοδο αλλά και κατά τα νεότερα χρόνια ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας δεν έπαψε να προσφέρει στον πολιτισμό.Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και κυρίως κατά το 18ο αιώνα ολόκληρη η περιοχή γνώρισε μια εκρηκτική ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών.
Αλλά και κατά τους επόμενους αιώνες οι μικρασιάτες Έλληνες αναδείχτηκαν σε σπουδαίους εμπόρους, άλλοι είχαν βιοτεχνίες, άλλοι ασχολήθηκαν με τραπεζικές δραστηριότητες με αποτέλεσμα πολλοί να αποκτήσουν τεράστιες περιουσίες πράγμα που το αποδεικνύει το υψηλό επίπεδο διαβίωσης πολλών από αυτούς με τα αρχοντικά και πολυτελή σπίτια που σώζονται ακόμη και σήμερα στη Σμύρνη και σε άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας.
Το ελληνικό στοιχείο είναι το κυρίαρχο στη Σμύρνη και κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν τα μαύρα σύννεφα αρχίζουν να μαζεύονται στον ορίζοντα (Διώξεις των Ποντίων και των Αρμενίων από τους Τούρκους καθώς και εκτοπισμός άλλων Ελλήνων στα βάθη της Ανατολίας στα τάγματα εργασίας, τα λεγόμενα «Αμελέ Ταμπουρού». Έτσι κυλούσε η ζωή τους, όταν ήρθε η ολοκληρωτική καταστροφή του 1922. Με τη μεγάλη αυτή συμφορά ξεριζώθηκε όλος ο ελληνικός πληθυσμός των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας.
Η φιλοσοφική σκέψη, τα μαθηματικά, η Φυσική, η ποίηση και ο πεζός λόγος σημείωσαν μεγάλη εξέλιξη.
Λειτουργούσαν και πλήθος εκπαιδευτηρίων με εξέχουσα την περίφημη Ευαγγελική Σχολή που το 1872 αριθμούσε 1.500 μαθητές και το Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής – αργότερα Κεντρικό Παρθεναγωγείο – όπου μπορούν να σπουδάζουν οι γυναίκες . Την ίδια εποχή οργανώθηκε το Αρχαιολογικό Μουσείο , το οποίο περιλάμβανε πάνω από 3.000 αντικείμενα ( αγγεία, επιγραφές , αγάλματα κ.λπ. ) και αξιόλογη συλλογή νομισμάτων.
Χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση του Ομήρειου Παρθεναγωγείου Σμύρνης (1881-1922) Ιδρύθηκε το 1881, ως ανώτατο παρθεναγωγείο με διδασκαλείο, από τη «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία Σμύρνης». Αρχικά ονομαζόταν «Ελληνικόν Παρθεναγωγείον Σμύρνης». Το 1886 απέκτησε την επωνυμία «Ομήρειον» προς τιμήν του Ομήρου, του οποίου μία από τις πιθανές πατρίδες ήταν η αρχαία Σμύρνη.
Ήταν πλήρες 11τάξιο με δυο τάξεις νηπιαγωγείου, πέντε ελληνικού σχολείου και τέσσερις γυμνασίου. Θεωρείτο ισότιμο με το Αρσάκειο και ήταν αριστοκρατικό σχολείο. Σε αυτό φοιτούσαν 300 περίπου μαθήτριες, οι αποκαλούμενες “Ομηρειάδες”. Οι απόφοιτες έπαιρναν πτυχίο δασκάλας και γίνονταν δεκτές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών χωρίς εξετάσεις. Στο «Ομήρειον» διδάσκονταν έξι γλώσσες (ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά και αρμένικα), θρησκευτικά, φιλοσοφικά, γραμματολογία (αρχαία και νέα), μαθηματικά, ιστορία, γεωγραφία, φυσική, χημεία, φυσική ιστορία, κοσμογραφία, μουσική, φωνητική, χορός, ιχνογραφία, εργόχειρα και γυμναστική.
Στα τέλη του 19ου αιώνα στην Σμύρνη υπήρχαν 13 ορθόδοξες εκκλησίες με την μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής να είναι η παλαιότερη . Εκεί συγκεντρώθηκε ο σμυρναϊκός λαός για να πληροφορηθεί και να πανηγυρίσει χαρμόσυνα γεγονότα , όπως η κατάληψη της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό , αλλά και για να αναζητήσει καταφύγιο στις δύσκολες ημέρες του Αυγούστου του 1922. Ο ορθόδοξος πληθυσμός είχε αρχίσει να νιώθει τμήμα της Ελλάδας πολύ πριν ο ελληνικός στρατός αποβιβαστεί στην ιωνική πρωτεύουσα .
Οι Έλληνες είχαν στα χέρια τους σημαντικό τμήμα του εισαγωγικού και του εξαγωγικού εμπορίου της πόλης με δίκτυο με αντιπροσώπους και πράκτορες , οι οποίοι έστελναν αγροτικά προϊόντα για εξαγωγή και παράλληλα διακινούσαν τα δυτικά προϊόντα στη μικρασιατική ενδοχώρα . Αλλά και το λιανεμπόριο της πόλης και το μεγαλύτερο ποσοστό του εργατικού δυναμικού της πόλης ήταν Έλληνες.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μέχρι την καταστροφή της, η Σμύρνη αποτελεί το μεγαλύτερο λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου. Διαμόρφωσε καταλυτικά τον ναυτιλιακό κόσμο και τις συναλλαγές του στη Μεσόγειο, ευνόησε στους κόλπους της την ανάπτυξη μια ετερόκλητης, πολυεθνικής τάξης εμπόρων και επιχειρηματιών, υπήρξε κέντρο συσσώρευσης των αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων της ενδοχώρας και μέσω του λιμανιού της εξαγωγικό κέντρο στις διεθνείς αγορές.
Οι πολιτισμικές επιδόσεις της Σμύρνης δεν έμειναν αλώβητες από το διαφορετικό συνονθύλευμα των κατοίκων της. Οι πνευματικές ζυμώσεις μονοπωλούν στα αστικά σαλόνια, στις εφημερίδες, στα καφενεία, στους δρόμους και στους άμβωνες των εκκλησιών. Οι λέσχες, ”Όμηρος”, ”Φιλολογικό Μουσείο”, ”Ιωνική Λέσχη” και ”Μουσείο” υπήρξαν σπουδαίες ελληνόφωνες πνευματικές εστίες. Η επικρατούσα γλώσσα των κατοίκων της Σμύρνης ήταν τα ελληνικά, μαρτυρώντας την άνθηση της ελληνικής κοινότητας και τον δυναμικό εξελληνισμό της παιδείας των υπόλοιπων κοινοτήτων.
Η αστική έκταση της Σμύρνης διακρινόταν στον ”Άνω Μαχαλά” και στον ”Κάτω Μαχαλά”. Ο ”Άνω Μαχαλάς” απλωνόταν στις παρυφές του όρους Πάγος και φιλοξενούσε τη συνοικία των Τούρκων, των Εβραίων και ελάχιστων Ελλήνων. Στον ”Κάτω Μαχαλά” κατοικούσαν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Καθολικοί.
Μερικές από τις συνοικίες του Κάτω Μαχαλά ήταν η ελληνική συνοικία του Αγίου Γεωργίου, η αρμένικη του Αγίου Στεφάνου, τα Γυαλάδικα, η αγορά ”Μεγάλες Ταβέρνες”, ο Φραγκομαχαλάς των Καθολικών, η συνοικία των Νοσοκομείων, η συνοικία Φασουλάς, η αριστοκρατική Μπέλα Βίστα, τα Σχοινάδικα, το Κερασοχώρι, η Πούντα με τους Ιταλούς και τους Μαλτέζους, τα Χιώτικα με τους οίκους ανοχής και οι λαϊκές συνοικίες του Αγίου Τρύφωνα, των Ταμπάκικων, των Μορτακιών και του Αγίου Κωνσταντίνου. Στα προάστια της Σμύρνης βρίσκονταν το Κορδελιό, το Γκιόζ Τεπέ, το Κοκάργιαλί, ο Μπουρνόβας, ο Προφήτης Ηλίας, ο Κουκλουτζάς, το Σεβντίκιοϊ και ο Μπουτζάς με τις επαύλεις του.