Όσο κι αν προσπαθήσαμε, όσο και να το θελήσαμε πολλές φορές, δεν μπορέσαμε ποτέ να πιέσουμε κανένα να μας αγαπήσει το ζόρι. Γιατί αυτά τα χιλιάδες συναισθήματα που μας κατακλύζουν για ένα άνθρωπο, πολλές φορές απλά «συμβαίνουν». Πόσο αλήθεια διαφορετική θα ήταν η ζωή μας αν υπήρχε ένα μαγικό κουμπί, που πατώντας το, να μπορούσαμε να ενεργοποιήσουμε και να απενεργοποιήσουμε τα συναισθήματά μας για ένα άνθρωπο.
Για μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων, ίσως η πιο επίπονη διαδικασία που μπορούν να βιώσουν, είναι ο χωρισμός. Κι αν έρθει μονόπλευρα, αν η άλλη πλευρά δεν μπορεί να δεχτεί το γεγονός αυτό, τότε δυστυχώς ξεκινά ένα μεγάλο μονοπάτι που οδηγεί στη συνειδητοποίηση πως κανείς δεν μπορεί να μείνει στη ζωή μας με το ζόρι.
Μα αν αλήθεια ο χωρισμός φτιάχτηκε για να μπορούν οι άνθρωποι να προχωρούν στα σωστά; Αν αλήθεια υπάρχει σε κάθε μορφή συναναστροφής που έχουμε στη ζωή μας, μονάχα για να μας δείχνει το δρόμο στα σωστά; Αν αλήθεια ο χωρισμός είναι το μεγαλύτερο και ωμότερο δώρο που μπορούσαμε να δεχτούμε;
Φιλίες που φθάρηκαν. Έρωτες που συμβιβάστηκαν. Άνθρωποι που σταμάτησαν να μιλάνε. Στιγμές πνιγμένες σε άβολες σιωπές. Μέσα από αυτές, εκείνο το αίσθημα τις αμφιβολίας που τόσο μας δίχασε. Εκείνη η μικρή φωνούλα μέσα μας που ψιθύριζε πως αυτό που τώρα ζούμε δεν είναι αυτό που φανταστήκαμε.
Μα αυτές οι στιγμές πέρασαν απ’ τη ζωή όλων μας. Ανθρώπινη φύση η αδυναμία μας να νιώσουμε μόνοι. Να νιώσουμε πως μετά το «μαζί», χρώμα δεν έχει η μοναξιά. Σπάμε τη καρδιά μας σε χίλια κομμάτια. Δίνουμε το καλύτερο μας κομμάτι σαν νιώσουμε τη φυγή να μας κτυπά τη πόρτα.
Μα ξαναλέω πως κανένα δεν μπορούμε να κρατήσουμε με το ζόρι. Κανένα δεν μπορούμε να δέσουμε στη ζωή μας αν θέλει απλά να ανοίξει την πόρτα να φύγει. Γιατί μέσα απ’τις καλές και τις κακές στιγμές που ζήσαμε μαζί, μέσα σε κάθε κομμάτι του εαυτού μας που δώσαμε, δεν μπορέσαμε αλήθεια να βρούμε το δρόμο που οδηγούσε στο μαζί.
Περπατήσαμε παράλληλα με όμορφους διαβάτες σ ‘αυτή τη ζωή. Με φίλους που ήρθαν για λίγο και άνοιξαν τη πόρτα με τόσο θόρυβο φεύγοντας. Για ανθρώπους που κρατήσαμε αγκαλιά και είπαμε μεγάλα αβάσταχτα λόγια. Ψιθυρίσαμε το «για πάντα» σε αυτιά που έπρεπε να ακούσουν «για όσο κρατήσει».
Μα τι αξία θα είχε ο πόνος αν δεν μας άφηνε γυμνούς μαζί με τα θέλω μας. Αν δεν μας ξυπνούσε ξανά και ξανά μέχρι να ανοίξουμε τα μάτια σε όσα σιγάσαμε. Σε όσα όνειρα βάλαμε στην άκρη για να είναι πάντα οι άλλοι καλά. Για όσα μας στερήσαμε, τα όνειρά μας θα βρίσκουν τρόπο ξανά και ξανά για να βρεθούν στο διάβα μας και να θυμώσουν που δεν τα κυνηγήσαμε.
Γι’ αυτό τον εαυτό, που σε φρόντισε, όταν οι «θα είμαι για πάντα δίπλα σου» έφυγαν, να μάθεις πάντα να προχωράς, πάντα να γελάς και πάντα να τον φροντίζεις. Γιατί χωρίς αυτόν, θα είσαι πάντα μισός.