«Η αγάπη είναι μεταδοτική. Αρκεί κάποιος να κάνει την αρχή. Μετά θα βρει το δρόμο της.»
Η πίστη σε μία ανώτερη δύναμη είναι μία αστείρευτη πηγή ενέργειας, ένα δώρο που προσωπικά δε μου έχει δοθεί. Η χριστιανική διδασκαλία είναι όμως ένα τελείως διαφορετικό πράγμα.
Υπάρχει ένας άνθρωπος που με έκανε να αναθεωρήσω για πολλά, ένας σύγχρονος άγιος, στα δικά μου μάτια.
Ανέκαθεν οι σχέσεις μου με την εκκλησία δεν ήταν καλές. Τα λογικά κενά που αντιμετώπιζα δε μου επέτρεπαν να τη συμπαθήσω: Χρυσά καντήλια, χρυσοί σταυροί, μεταξοκέντητα πετραχήλια, μίας θρησκείας που ο δάσκαλός της έζησε ταπεινά και κήρυξε την απόλυτη λιτότητα.
Δεσπότες που μιλάνε για τον εαυτό τους στο τρίτο πρόσωπο και απαιτούν προτεραιότητα στις συνάξεις αντί να δώσουν πρώτοι το παράδειγμα σεμνότητας και ταπεινοφροσύνης, οδηγοί μίας ομάδας πιστών και ηγέτες μίας θεοφοβούμενης κοινωνίας που διαχωρίζουν τους εαυτούς τους από τους υπόλοιπους, ακόλουθοι όλοι μίας θρησκείας που ο πρωτομάστοράς της έπλυνε τα πόδια των μαθητών του και κύρηξε την ισότητα.
«Όλα αυτά που έβλεπα γύρω μου μου έδωσαν ένα έναυσμα ότι, ξέρεις κάτι,εγώ δε μπορώ να περιοριστώ σε αυτή τη στενή έννοια ότι ο ιερέας θα πρέπει να μείνει μέσα στο συγκεκριμένο χώρο και να κλείσει τα μάτια στη γύρω πραγματικότητα.»
Μέσα στο χώρο της εκκλησίας όμως, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που διατηρούν το πνεύμα του χριστιανισμού ζωντανό, μακρυά από φανφάρες και μεγαλοσύνες, κάποιοι άνθρωποι που έχουν τον σεβασμό χωρίς να τον ζητούνε. Ίσως κιόλας ακριβώς γι’αυτό, επειδή δεν τον απαίτησαν αλλά τον κέρδισαν.
«Φταίει η αναπηρία να υπάρξουμε ως ενότητα, ως κοινωνία. Αποκτήσαμε επίπλαστες ανάγκες και απομακρυνθήκαμε ο ένας από τον άλλον. Δεν μπορούμε να τα χρεώνουμε όλα στους ξένους. Δεν γίνεται να βλέπουμε παντού προβλήματα, αλλά να μη βλέπουμε τη δική μας ευθύνη σ’αυτό. Έχουν αυξηθεί τα ελληνόπουλα που έρχονται στην “Κιβωτό” τα τελευταία χρόνια και, αντί να δούμε τι συνέβη, μου στέλνουν απειλητικά γράμματα και e-mails, να προτιμώ μόνο ελληνόπουλα γιατί –για παράδειγμα–είναι χριστιανοί, λες κι ο χριστιανισμός “ξεδιαλέγει” ψυχές. Είναι ντροπή.
Σαν εθελοντής στην Κιβωτό του Κόσμου τους τελευταίους μήνες, έτυχε δύο φορές να συναντήσω τον πατέρα Αντώνιο Παπανικολάου, τον εμπνευστή και ιδρυτή του εγχειρήματος της Κιβωτού.
Αυτό που είδα και περιέγραψα αργότερα στον περίγυρό μου και περιγράφω και εδώ χωρίς κανέναν ενδοιασμό δεν είναι παρά η απόλυτη αλήθεια.
Είδα έναν άνθρωπο που ακτινοβολούσε. Έναν άνθρωπο που έλαμπε ολόκληρος και εξέπεμπε καλοσύνη, μία ενέργεια που την ένιωθες, που σχεδόν την έβλεπες.
Αν με ρωτούσες πώς θα φανταζόμουν έναν άγιο άνθρωπο, θα είχα να σου δώσω απάντηση μετά από τη συνάντησή μας.
Το βλέμμα του ήταν ένα κράμα σεμνότητας, γαλήνης και αγάπης.
Την πρώτη φορά που μπήκε στον χώρο κι ενώ κάναμε μάθημα στα παιδιά της Κιβωτού, τράβηξε άθελά του όλα τα βλέμματα πάνω του, χωρίς να πει ή να κάνει κάτι. Η αύρα του ήταν αρκετή.
Παρατήρησα το παιδί που κάναμε μάθημα μαζί, ένα βαθιά θρησκευόμενο παιδί, το οποίο προσπάθησε να του φιλήσει το χέρι, μία και δύο φορές, ο παπάς όμως του χαμογέλασε και με ένα βλέμμα που έλεγε «δε χρειάζεται αυτό που πας να κάνεις, εμείς είμαστε φίλοι, είμαστε το ίδιο», τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και του χάιδεψε το κεφάλι.
«Κάθισα να ακούσω τα παιδιά, τα αποδέχτηκα έτσι ακριβώς όπως είναι. Όταν κάποιος είναι τόσο απελπισμένος, όπως αυτά, τι να του πεις; Ότι ο Χριστός σώζει; Τα ακούει βερεσέ.»
Ένας άνθρωπος της εκκλησίας που δε φοβήθηκε να αποτινάξει τα ταμπού, να σηκώσει τα ράσα του και να παίξει μπάσκετ με τα «αλήτικα» παιδιά της γειτονιάς, τα οποία πριν από 10 λεπτά ίσως να πουλούσαν ναρκωτικά, παιδιά που όλοι απέφευγαν και έβλεπαν ως πρόβλημα, ως καμμένα χαρτιά.
Και δεν δίστασε να τα κοιτάξει στα μάτια και να τους μιλήσει με ευθύτητα και συμπόνια.Όχι με λύπηση, αλλά με αγάπη και κατανόηση. Γιατί αυτός που αγαπάει δε λυπάται, λέει ο ίδιος.Μονάχα συμπονά.Και έτσι τα κέρδισε.
«Τότε όλοι έβλεπαν το πρόβλημα, αλλά κανείς δεν έπαιρνε το ρίσκο να κάνει κάτι, όλοι έριχναν την ευθύνη κάπου αλλού. Έπειτα, μόλις είδαν ότι γίνεται μια προσπάθεια από τα παιδιά, όλοι θέλησαν να βοηθήσουν. Άλλοι να μαγειρέψουν, άλλοι να διδάξουν τα παιδιά. Μετά, δεν χωρούσαμε στα σκαλιά της εκκλησίας, μας δόθηκε ένα παλιό καφενείο, περισσότερα παιδιά, και αλλοδαπά και ελληνόπουλα, όλα δίπλα δίπλα».
Ο λόγος του Θεού, όπως περιγράφεται από τις χριστιανικές γραφές και όχι από τη σύγχρονη εμπορική μορφή της εκκλησίας,νιώθω ότι παίρνει πνοή στο πρόσωπό του και με κάνει να σέβομαι βαθιά τη θρησκεία βλέποντας ότι δίνει κουράγιο και έμπνευση σε τέτοιους ανθρώπους να συνεχίσουν να προσφέρουν.
Η θρησκεία σαν μία κινητήρια δύναμη αγάπης, όπως θα έπρεπε να είναι.
Αλληλεγγύη, ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής ή γλώσσας, χωρίς διακρίσεις.Αυτό που λέμε αγάπη.
Η αγκαλιά της κιβωτού χωράει τους πάντες. Όσους θέλουν βοήθεια για να σταθούν στα πόδια τους.
Βοήθεια. Όχι λύπηση.
«Η λέξη «Θεός»σημαίνει αγάπη χωρίς μέτρο. Σημαίνει τη θυσιαστική αγάπη, σημαίνει πράξη και όχι λόγια. Θεός είναι η πράξη όλων αυτών που πιστεύουμε. Στο πρόσωπο του άλλου μπορούμε να αντικρίσουμε το Θεό μας και ο δρόμος προς το Θεό είναι ο άνθρωπος.»
Στο πρόσωπό του λοιπόν δε φοβάμαι να πω πως μαρτύρησα αυτή την αγιοσύνη , αυτή την πνευματικότητα που ποτέ δεν πίστευα ότι θα βιώσω, κι ας ήταν ολιγόλεπτη η συνάντησή μας.
Ο πατήρ Αντώνιος είναι ένας άνθρωπος που δε φοβήθηκε να δείξει στους χριστιανούς πώς να είναι χριστιανοί.
Δύο μόνο καλοί άνθρωποι αρκούν για να φτιάξουν μία εκκλησία, λέει.
Εκείνος είναι ο ένας, με τον δικό του τρόπο, κι ίσως εγώ και ο καθένας σαν εμένα που εμπνέεται από το έργο του να είναι ο δεύτερος, με το δικό του τρόπο κι εκείνος, αλλά με κοινό σημείο την αγάπη και την πανανθρώπινη αλληλεγγύη.
Για να φτιαχτεί μία εκκλησία όχι απαραίτητα χριστιανική, όχι ελληνική, αλλά ανθρώπινη.
«Στη βασιλεία των ουρανών, δε θα μπούμε με το διαβατήριο μας, αν είμαστε Έλληνες ή όχι, αλλά με τις πράξεις μας.Κοίταζα προχθές γύρω μου και ήταν όμορφα. Ήταν παιδιά από διάφορες χώρες, που ο καθένας ήξερε τον άλλον με το όνομά του, ήταν φιλαράκια, δεν ήξεραν από πού είναι, τα μίση ανάμεσα στις χώρες. Εδώ κάνουμε ένα μεγάλο πείραμα, γιατί, ξέρεις κάτι, μπορούμε να ζήσουμε όλοι μαζί ειρηνικά, κι ας είμαστε από άλλες χώρες, από άλλες θρησκείες, από άλλες παραδόσεις, όταν σεβόμαστε και αγαπάμε ο ένας τον άλλο για αυτό που είναι. Για την αρετή του. Τα παιδιά είναι καλοκάγαθα, δεν είναι μνησίκακα, δεν τα ενδιαφέρει να αγαπήσουν το φίλο τους επειδή είναι απ’ την ίδια πατρίδα. Δεν υπάρχουν γκέτο εδώ. Τα ακούω να λένε τραγούδια της χώρας τους και σκέφτομαι αυτός είναι ο παράδεισος.»
Πατέρας Αντώνιος Παπανικολάου.