«Ζακέτα να πάρεις!». Όλοι ξέρουμε αυτή τη φράση, αυτό το χαρακτηριστικό σύνθημα που ενώνει τις κλασικές Ελληνίδες μάνες. Την ακούμε καθημερινά μα από κοντά είτε μέσω τηλεφώνου, εκείνη θα είναι εκεί να μας πει να πάρουμε ζακέτα.
Όσο χρονών και να είσαι, πάντα ο καιρός θα είναι κακός κι εσύ θα πρέπει να ντυθείς καλά και φυσικά θα χρειαστεί να στο πει κάποιος διότι φτάνοντας 40 χρονών μαντράχαλος έχοντας και δύο κουτσούβελα «Δεν ξέρεις ακόμα, όταν θα μεγαλώσεις…».
Πάντα σε κλίμα πλάκας κι όχι ειρωνικής προσβολής, αυτό περιγράφει με λίγα λόγια τη γυναίκα αυτή που μας έφερε στον άμοιρο τούτο κόσμο. Τη μαμά μας. Ένα όνομα, χιλιάδες εμπειρίες ζωής, χαραγμένες μέσα μας. Το μοναδικό άτομο, που σκέφτεται τις πράξεις σου πριν καν τις φανταστείς εσύ ο ίδιος.
Μας γέννησε, μας μεγάλωσε, ήταν εκεί σε όλα τα βήματα της ζωής μας κι όχι μόνο σε κάποια που απλά επέλεξε. Δεν μπορεί αυτή η γυναίκα να μην έχει θέση στη ζωή σου, να μη μαθαίνει αν είσαι καλά κι αν σε προβληματίζει κάτι. Γιατί μην ξεχνάμε φυσικά, η κάθε μαμά είναι σαν το Google, ξέρει τα πάντα. Ακόμα κι όλος ο κόσμος να λέει πως η Γη είναι σφαίρα, δε θα δεχτεί ότι είναι έτσι αν εσύ πιστεύεις το αντίθετο.
Το point είναι πως θα σε υποστηρίξει με κάθε τρόπο και με κάθε πιθανή δύναμη που υπάρχει στον πλανήτη, γιατί πολύ απλά δε θέλει να σε βλέπει να στεναχωριέσαι. Είσαι το παιδί της. Σε έφερε στον κόσμο, είσαι κομμάτι της. Δεν αντέχει να βλέπει τον καρπό της να είναι ενάντια σε όλο τον κόσμο κι αυτή να παραμένει άπραγη.
Από μικρά μας έλεγαν, τη μάνα σου πάνω από όλους και κοιτούσαμε περίεργα ή ξινίζαμε γιατί πριν λίγο είχαμε πιθανόν τσακωθεί με εκείνη για ένα ακόμα ασήμαντο θέμα. Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν υπήρξε τσακωμός εξαρχής. Για να υπάρξει, χρειάζεται και τα δύο μέλη να κρατήσουν –έστω και στιγμιαίο– θυμό προς τον άλλο και να επιζητούν τον διαπληκτισμό. Εδώ είναι το μυστικό, η μητέρα σου, φίλε μου, ό,τι και να κάνεις, ό,τι και να της πεις, δεν πρόκειται ποτέ να σου θυμώσει πραγματικά. Δεν υπάρχει εξήγηση, το πιο προφανές.
Για εκείνη όλοι γύρω σου προσπαθούν να σε βλάψουν και να σου επιφέρουν λύπη, οπότε εκείνη θα είναι εκεί για να μπει μπροστά να φάει την καταιγίδα από σφαίρες που προορίζονταν για σένα. Και θα το ξανακάνει χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή. Όσο και να πονάνε το πράγματα που ακούει για σένα από άλλους, όταν θα σε υπερασπίζεται, θα το κάνει με ένα πλατύ και γαλήνιο χαμόγελο, ξέροντας ότι το κάνει για το παιδί της.
Θα είναι εκεί για να σε βοηθήσει να σηκωθείς μετά από οποιοδήποτε στραβοπάτημα και θα σου πει να έχεις το κεφάλι ψηλά, να μην είσαι φυγόπονος κι ότι σε αγαπά πολύ. Με αυτή τη φράση μόλις την ακούσεις, μαλακώνουν τα πάντα μέσα σου, φεύγει ο θυμός κι η θολούρα και μπορείς να ξανασκεφτείς καθαρά.
Η αγαπητή μανούλα μην ξεχνάς ήταν εκεί όταν το Μαράκι σου είπε χωρίζουμε κι εσύ βγήκες έξω κι ήπιες ό,τι βρήκες κι όταν γύρισες στο σπίτι, σε πήρε από το χέρι κι όπως όταν ήσουν πέντε, σε έβαλε για ύπνο. Ή όταν ο Κωστάκης σε πλήγωσε κι είπε πράγματα που πονάνε, στην αγκαλιά της έκλαψες κι αποκοιμήθηκες όσο σε παρηγορούσε. Αλλά το πιο γαμάτο κι αυτό που την κάνει ξεχωριστή, είναι ότι το επόμενο πρωί όταν πήγες στην κουζίνα ήταν εκεί όχι με απογοήτευση στα μάτια, αλλά με ένα χαμόγελο και μια ζεστή καλημέρα. Γιατί η μάνα θα είναι εκεί σε όλα.
Το πόσο έχει πονέσει η μάνα μας για εμάς δε λέγεται. Το κλάμα που έχει ρίξει αντί να το ρίξουμε εμείς και τα βλέμματα στο κενό ψάχνοντας απάντηση στην ερώτηση «Έκανα κάτι κακό; Τα πάω καλά;» έχουν μετρήσει άπειρες φορές. Σε παρατηρούσε όταν κοιμόσουν κι όταν έβλεπες εφιάλτη, πονούσε μαζί σου, σε καθησύχαζε όμως και πήγαινες για ύπνο. Αυτή δεν κοιμάται ποτέ, μην απατάστε. Είναι πανταχού παρούσα.
Η μάνα μας ήταν, είναι και θα είναι για πάντα ο καλύτερος κι ο πιο δικός μας άνθρωπος. Δυστυχώς το καταλαβαίνουμε αργά αυτό. Οπότε καλό θα είναι όσο την έχουμε δίπλα μας να της χαρίζουμε μόνο χαμόγελα και χαρές κι όχι πίκρες και κλάματα. Το είπαμε άλλωστε, αυτή πονάει περισσότερο. Η μαμά μας.