Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (6 Ιουνίου 1749 – 14 Ιουλίου 1809) είναι άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και υπήρξε από τις σημαντικότερες ασκητικές μορφές της σύγχρονης ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Νικόλαος Καλλιβούρτσης. Θεωρείται ως μια από τις ηγετικές μορφές της κίνησης των Κολλυβάδων Πατέρων, μαζί με τους αγίους Μακάριο Νοταρά και Αθανάσιο Πάριο. Η συνεισφορά του υπήρξε πολύπλευρη και αφορούσε ποιμαντικό και συγγραφικό έργο, ενώ είναι και ο συγγραφέας του Πηδαλίου, της Φιλοκαλίας και του Ευεργετινού.
Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: Μεγάλη γιορτή της ορθοδοξίας σήμερα 14 Ιουλίου
Παιδική ηλικία και μόρφωση
Γεννήθηκε στη Νάξο το 1749. Ο πατέρας του λεγόταν Αντώνιος και η μητέρα του Αναστασία.
Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος.
Η νεώτερη έρευνα έχει απασχοληθεί με το επώνυμό του: εντοπίζεται το Χαγκαρίτης θεωρούμενο πιο πολύ ως κοσμικό προσωνύμιο παρά προερχόμενο από κάποιο μοναστήρι στο οποίο είχε ασκητέψει.Το πραγματικό οικογενειακό του επώνυμο ήταν Καλιβούρτζης.
Για τον Πιτσάκη το Χαγκαρίτης προέρχεται από βιαστικά γραμμένη και δυσανάγνωστη γραφή εκ μέρους του εκκλησιαστικού ιστορικού Βασίλειου Στεφανίδη που το ξενόγλωσσο Hagarites το επανεμετέγραψε σε Χαγκαρίτης.
Από μικρός γαλουχήθηκε με χριστιανική ανατροφή από τους γονείς του.
Ακολούθησε σπουδές και αποφοίτησε αρχικά από τη σχολή του Αγίου Γεωργίου στη Νάξο όπου είχε διδάσκαλο τον αδελφό του , Αγίου
Κοσμά του Αιτωλού αρχιμανδρίτη Χρύσανθο.
Εν συνεχεία ανεχώρησε για ανώτερες σπουδές στη Σμύρνη. Εκεί σπούδασε στην Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης, για πέντε έτη. Διέπρεψε μάλιστα τόσο στη σχολή αυτή ώστε ο Ιερόθεος Σμύρνης τον ήθελε για μελλοντικό διευθυντή της σχολής του.
Η μόρφωσή που έλαβε στη Σμύρνη εκτός από τη θεολογική επιστήμη περιελάμβανε και άλλες γνώσεις όπως φιλοσοφικές, οικονομικές, ιατρικές, αστρονομικές και στρατιωτικές.
Στα ιδιαίτερα χαρίσματά του ήταν ο εξαιρετικός χειρισμός της γλώσσας, η γνώση γαλλικών, ιταλικών και λατινικών καθώς και η ισχυρή μνήμη.
Η νέωτερη έρευνα είναι επιφυλακτική σχετικά με την γλωσσομάθεια του Νικόδημου Αγιορείτη, η οποία γινόταν προσπάθεια να θεμελιωθεί στην γλώσσα των εκδόσεων από τις οποίες μετέφρασε διάφορα έργα ο Νικόδημος ή σε ορισμένες παραπομπές του σε βιβλιογραφία.
Έτσι έχει αποκλειστεί να γνώριζε σλαβονικά, αφού καιο ίδιος παραδεχόταν πως έκανε χρήση μεταφρασμένων στα ελληνικά σλαβικών πηγών.
Η λατινομάθειά του είχε αποκτηθεί απ’όταν βρισκόταν στον κύκλο του Χρύσανθου Αιτωλού.
Για τον Εμμανουήλ Φραγκίσκο οι όποιες αναφορές σε ονόματα συγγραφέων, τις ιδέες τους ή τίτλους έργων τους, μάλλον προέρχονται από δεύτερο χέρι και σε μεταφράσεις και απηχήσεις τους σε έντυπες ή χειρόγραφες ελληνικές πηγές.
Στροφή στο μοναχισμό
Το 1770, αφού αποφοίτησε από την Σχολή, επέστρεψε στην Νάξο και για μια πενταετία (1770-1774) περίπου εργάστηκε ως Γραμματέας της Μητροπόλεως Παροναξίας υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση του Μητροπολίτου Παροναξίας Ανθίμου του Γ΄ (1742-1779).
Ο Νικόδημος ήταν λάτρης της μοναστικής πολιτείας.
Αυτή η επιθυμία του γιγαντώθηκε από τη γνωριμία του με μοναχούς του Αγίου Όρους και με άλλες προσωπικότητες, όπως είναι ο Άγιος Μακάριος Νοταράς, επίσκοπος Κορίνθου.
Το 1775 ήρθε στην Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους. Εκεί εκάρη μοναχός με το όνομα Νικόδημος.
Σε αυτή την απόφαση ίσως να συνέβαλε και η μητέρα του, η οποία είχε και αυτή καρεί μοναχή στη Νάξο ονομαζόμενη Αγαθή.
Ο μοναστικός βίος
Ο Νικόδημος, υπήρξε πολύ δραστήριος: είχε αναλάβει παράλληλα το διακόνημα-οφφίκιο του Αναγνώστη στις Ακολουθίες και του Γραμματέα της μονής.
Έτσι ως εργόχειρο του είχε την αντιγραφή κωδίκων.
Διατηρούσε αλληλογραφία με πολλούς λογίους της εποχής του και ιδιαιτέρως με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και εθνομάρτυρα Γρηγόριο Ε’ και τον όσιο Αθανάσιο τον Πάριο.
Ως μοναχός συνέταξε μεγάλο αριθμό συγγραμμάτων και βιβλίων που γίνεται εμφανής η ορθόδοξος θεολογία.
Στόχος του ήταν μια δυναμική απόκρουση των αιρέσεων και των κακοδοξιών των ημερών του.
Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης υπήρξε η προεξάρχουσα μορφή των Κολλυβάδων, μιας μερίδας μοναχών το Αγίου Όρους που αρχικά ήθελαν τα μνημόσυνα των νεκρών να γίνονται όπως η παράδοση επέβαλε Σάββατο ή οποιαδήποτε άλλη μέρα εκτός από Κυριακή ή δεσποτική εορτή, κάτι που εκείνη την περίοδο είχε επιτραπεί για διαφόρους λόγους.
Η στάση τους αυτή βρήκε την αντίρρηση μιας άλλης μερίδας μοναχών που έγινε γνωστή ως Αντικολλυβάδες, που υποστήριζε πως μπορούσαν να γίνονται μνημόσυνα την Κυριακή, αλλά και του Οικουμενικού Πατριαρχείου (υπό του Πατριάρχη Σωφρόνιου) που τους καταδίκασε τελικά το 1776.
Ένεκα της εμμονής του στις παραδόσεις και στο πνεύμα των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, υπέστη ταπεινώσεις και διωγμούς, διότι απέρριπτε τις λατινογενείς προσμίξεις στην ορθόδοξη θεολογία και λειτουργική ζωή.
Επίσης ήταν σφοδρός πολέμιος της εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας και της αλλοίωσης της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης, που κέντρα στην εποχή του προωθούσαν στα πρότυπα της λατινικής μοναχικής παράδοσης. Έτσι οι Κολλυβάδες μετατράπηκαν στο αντίπαλο δέος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Απεβίωσε την Τετάρτη 14 Ιουλίου του 1809, σε ηλικία 60 ετών στο κελλί των Σκουρταίων, στις Καρυές του Αγίου Όρους.
Αγιότητα και Εορτή
Η Ορθόδοξη Εκκλησία από τις 31 Μαΐου 1955 τον κατέταξε στο Αγιολόγιό της, με σχετική πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μετά από αίτημα των Μονών του Αγίου Όρους το οποίο υποβλήθηκε από τον Γέροντα Ανανία τον Λαυριώτη.
Η μνήμη του Αγίου Νικοδήμου εορτάζεται στις 14 Ιουλίου με ασματικές ακολουθίες τις οποίες συνέταξαν ο Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης και ο πρώην Πατρών Νικόδημος Βαλλινδράς, καθώς και ο αρχιμανδρίτης Νικόδημος Παυλόπουλος.
Επίσης εορτάζεται και την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, κατά την καθιερωμένη Σύναξη των Πέντε Αγίων της Παροναξίας, αλλά και την τρίτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου στην Πάρο, όπου τελείται η Σύναξη των Αγίων.
Οι Νάξιοι της Αθήνας στο ναό τους της Αγίας Βαρβάρας, τέρμα Πατησίων, στο νότιο κλίτος του ναού τοποθέτησαν άλλη μία Αγία Τράπεζα προς τιμήν του νέου Αγίου και ονόμασαν το κλίτος αυτό Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου.