Τον Ιούνιο κλείνει τα 84, ωστόσο η Μάρω Κοντού, δεν έχει κανένα πρόβλημα όχι απλά να αποκαλύπτει την ηλικία της αλλά και να αποδεικνύει ότι παραμένει στιλάτη και κομψή όσα χρόνια και αν περάσουν.
Η υπέροχη κυρία του ελληνικού θεάτρου βρέθηκε χθες στα εγκαίνια της έκθεσης του Κώστα Σπυριούνη και ήταν κομψή και λαμπερή όπως πάντα.
Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα της συνέντευξης που έχει δώσει στο TheTOC:
Παίξατε περισσότερο στο θέατρο ή στον κινηματογράφο;
Έκανα 120 θεατρικά έργα και 39 ταινίες. Αλλά συνδέθηκα με τον κινηματογράφο στο μυαλό σας γιατί το θέατρο είναι κάτι εφήμερο, δεν το βλέπεις ξανά και ξανά μέσα στα χρόνια.
Από τις δουλειές που κάνατε στο θέατρο ποιές θα ξεχωρίζατε;
Τα τρία χρόνια με τον Χορν, ήταν τα καλύτερα.
Η πρώτη ταινία στην οποία παίξατε ποιά ήταν;
Τα «κίτρινα γάντια» νομίζω.
Τη νοσταλγείτε αυτή την εποχή;
Όχι καθόλου. Δε νοσταλγώ τίποτα από το παρελθόν. Δε με αφορά καθόλου. Τα έχω όλα καταγράψει στον σκληρό δίσκο, εδώ, αλλά δε με απασχολεί καθόλου.
Η δεκαετία του 60 ήταν όντως μια δεκαετία κομψότητας;
Ναι ήταν σικ. Ήταν μια δύσκολη δεκαετία, αλλά το 60-70 υπήρχε διεθνώς μια άνθηση γύρω από την τέχνη. Μουσική, θέατρο, κινηματογράφος. Και οι άνθρωποι ήταν διαφορετικοί έχω την εντύπωση. Υπήρχαν ακόμα τα ήθη, τα έθιμα, το να πάνε στο θέατρο και να ντυθούν καλά, να κάνουν Χριστούγεννα με επίσημο ένδυμα, να μαζεύονται στα σπίτια. Τώρα έχουν όλα απλοποιηθεί. Αλλά με το να έχουν απλοποιηθεί έχουμε φτάσει και στην κακογουστιά.
Θα θέλατε να έχετε δική σας οικογένεια;
Έκανα δύο γάμους και χώρισα δυο φορές. Ένα στα 25 και έναν στα 45. Αλλά δε μου πάει ο γάμος. Θέλω την ελευθερία μου.
Το ότι δεν κάνατε παιδιά σας πειράζει;
Όχι, δε το έχω μετανιώσει που δεν έχω παιδιά. Ήξερα ότι δεν μπορώ να κάνω, το φόρεσα καλά μέσα μου και δεν ασχολήθηκα με αυτό το θέμα. Είπα, δε γίνεται, και πάμε παρακάτω.
Γεννηθήκατε, μεγαλώσατε εδώ στην Αθήνα;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Κουκάκι και έμεινα εκεί μέχρι το 1959, που βγήκα με τον Χορν στο θέατρο. Ο οποίος μου είπε ένα βράδυ: Που μένεις κορίτσι μου; Να σε πάω σπίτι σου γιατί βαριέμαι να πάω σπίτι, να κάνω έτσι και μια βόλτα. Κουκάκι, του απαντώ. Κουκάκι; μου λέει κάπως…. Εσύ χρυσό μου θα είσαι σε λίγο μια μεγάλη πρωταγωνίστρια, είναι μπανάλ αυτή η γειτονιά. Και πάω στη μάνα μου σκασμένη και της λέω ο Χορν μου είπε ότι είναι μπανάλ αυτή η γειτονιά «Ναι ο Χορν να πάει να μας βρει να μας πληρώνει το νοίκι, μου απαντάει η μάνα μου. Δούλευε η μητέρα μου στο υπουργείο παιδείας και μέναμε οι δυο μας. Εγώ άρχισα τη φαγωμάρα και μια μέρα την παίρνω και πάμε Φωκίωνος Νέγρη, ήταν πολύ σικ τότε. Και τελικά με ζόρι πήγαμε σε ένα δυάρι ρετιρέ, πουλήσαμε τα παλιά έπιπλα και πήραμε τα μοντέρνα που ήταν φριχτά . Με γκρίνια πολύ. Και μου έλεγε «Άν του χρόνου δεν έχεις δουλειά πώς θα πληρώνουμε τόσο μεγάλο ενοίκιο»;