«Δεν μου ήταν ποτέ εύκολο να συνεννοηθώ με άνθρωπο. Ούτε μπορούσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι ήταν τόσο διαφορετικοί από εμένα.
Αυτό βέβαια ήταν πολύ αφελές από τη μεριά μου, αλλά και πολύ χρήσιμο. Γιατί με είχε σε μια μόνιμη ταραχή, σε μια διαρκή διαμαρτυρία και σ’ ένα πολύ γόνιμο παράπονο…
Από την άλλη, είχα μια ευγένεια η οποία με κατέστρεψε απολύτως! Εμπόδισε δηλαδή τη ζωή μου να πάρει το δρόμο της. Υπέμεινα πράγματα τα οποία δεν έπρεπε να υπομείνω, με το αιτιολογικό μιας ευγένειας ότι θα πίκραινα, ότι θα πείραζα, ότι θ’ αναστάτωνα των άλλων τη ζωή.
Αυτό ήταν μία ήττα. Καθαρή ήττα…».
Τα λόγια ανήκουν στην Κική Δημουλά. Την πιο καταξιωμένη και την πιο δημοφιλή ελληνίδα ποιήτρια της εποχής μας, από το «παράπονο» και την «ήττα» της οποίας αναβλύζουν στίχοι με τη δύναμη που έχουν οι χρησμοί.
Τι παραπάνω, άραγε, θα είχε να εξομολογηθεί για την τέχνη της, τον έρωτα, τον φόβο του θανάτου, απ’ όσα διοχετεύει στο έργο της εξήντα χρόνια κοντά;
«Οταν κάποιος με απορρίπτει, δεν ρίχνω το φταίξιμο σ’ αυτόν. Λέω πως είμαι προς απόρριψιν. Αυτό λέγεται ηττοπάθεια. Είναι πραγματικό; Ή είναι κάτι που το επιτρέπω να συμβαίνει γιατί μου δίνει αφορμές να ξεσηκώνομαι, να ψάχνομαι, ν’ αναστατώνομαι; Σαν όλη η ανθρωπότης να περιμένει να της δώσω τα συμπεράσματά μου περί του τι είμαι! Αλλά δεν περιμένει καμιά ανθρωπότης να της δώσω τα συμπεράσματά μου (…) Επομένως, είναι ένα νοσηρό σύμπτωμα που το πολύ, πολύ, στο κουτρουβάλιασμά του μέσα, να φέρει στην επιφάνεια το μισοπτώμα κάποιου στίχου που εγώ τραβάω έξω από την αμμουδιά και του δίνω το φιλί της ζωής (…)»
«Βλέπω ότι συνεχώς μετακινώ μια πέτρα… Ενώ έχω τόσο πολύ αίσθημα και τόσο πολύ σπαραγμό μέσα μου, δεν ξέρω γιατί το μεταφορικόν τους μέσον προς τα έξω είναι ένας μηδενισμός. Δεν έχω κανένα λόγο να είμαι απελπισμένη. Δεν είμαι απελπισμένη. Εχω όμως ένα συνεχώς δυσάρεστο προαίσθημα για την πορεία των πραγμάτων. Κι αυτό με κάνει να είμαι τόσο πικρόχολη και σαρκαστική -προ πάντων απέναντί μου».
«Ισως να μην ήταν πολύ ελεύθερη η ζωή μου ώστε να τη δω κάτω από ποικίλο φωτισμό. Επειτα, υπάρχει και μία κληρονομικότης που μπορεί να έχει βαρύνει πάνω στα ποιήματα. Στο πατρικό μου σπίτι δεν υπήρξε ποτέ μα ποτέ μία χαρούμενη ατμόσφαιρα. Χωρίς κανείς να διανοηθεί να την ανατρέψει. Είχα μία μητέρα η οποία θρηνούσε για τον τρόπο της ζωής της, δεν τον διατάραξε όμως ποτέ παρά μόνον με τη διαμαρτυρία της. Δεν διέφερα πολύ… Από την άλλη πλευρά όμως, πρέπει να πω ότι πάρα πολλά από αυτά που έζησα, ή μάλλον αισθάνθηκα, τα αισθάνθηκα για να τα χρησιμοποιήσω για την ποίηση. Συμβαίνει στους ποιητές που δεν έχουν φλέβα ποιητική, είναι οι λεγόμενοι βιωματικοί».
*Για τον έρωτα
«Οφείλει κανείς να ζει ένα πράγμα με την ένταση που του προκαλεί, κι ας βλάπτει το δεσμό αυτή η μονομερής ένταση. Κατά τη γνώμη μου, βλάπτεται ο δεσμός από το ότι το ένα μέρος παραπροσφέρει, παραπροσφέρεται, παρά είναι παράφορο. Αλλά είναι και τόσο απίθανο να συμπέσουν οι βαθμοί του αισθήματος ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, παρά ενδεχομένως για μία μόνο στιγμή. Από εκεί και πέρα έχουμε χάσματα κι αυτό βοηθάει στο να μεγαλώνει το αίσθημα του ενός, να μικραίνει του άλλου, και να γίνεται αυτό το συναρπαστικό είτε παιχνίδι, είτε κυνηγητό, είτε μαρτύριο, αλλά οπωσδήποτε συναρπαστικό!
Τώρα, αν με ρωτήσετε από πού έχω βγάλει αυτά τα συμπεράσματα, και από πόσα όρη και βουνά ερώτων πέρασα κι ανεβοκατέβηκα, θα σας πω ελάχιστα… Αλλά έχω μια εμμονή με το θέμα και την αξία του, και το γεγονός ότι δεν το εξήντλησα, δεν το έζησα όσο έπρεπε, όσο το ήθελα κι όσο ήμουν προορισμένη ίσως να το ζήσω, μ’ έχει κάνει να αισθάνομαι ολίγον μελετήτρια του πράγματος σαν να έχω μία πείρα (…) Το απεσταγμένο κέρδος αυτής της ιστορίας, είναι του ενός ο βασανισμός. Εκεί έχω καταλήξει κι έχω ευφρανθεί κάμποσο από ένα τέτοιο βάσανο…»
*Ιδανικές στιγμές
«Μ’ άρεσε τότε που ζούσε ο Αθως (σ.σ.: ο επί τριάντα χρόνια σύντροφός της, ποιητής Α. Δημουλάς) και πηγαίναμε διάφορες εκδρομές με το αυτοκίνητο. Ηταν από τις ιδανικές στιγμές. Το ότι υπάρχει ένας άλλος δίπλα σου, ότι ερήμην του σκέφτεσαι και δημιουργείς, είναι πάρα πολύ σπουδαίο. Είχα πολλές φορές σκεφτεί ότι κλέβοντας από την προσοχή του άλλου, κλέβοντας από την άγνοιά του, δημιουργείς. Το ένιωθα με τον Αθω. Τον ευχαριστούσε να το κάνω, βέβαια. Δεν τον ενημέρωνα αλλά δεν με διέκοψε και ποτέ μαντεύοντας! Ναι, μου είναι αλησμόνητη η σιωπή μέσα στο αυτοκίνητο, ο καθρέφτης δεξιά απ’ όπου περνούσαν αποκεφαλισμένα τα τοπία, έχω πολλές εικόνες ακόμα. Αλλά δεν είμαι πια, εδώ και πολλά χρόνια, τρυφερή. Και φοβάμαι ότι αυτό, μάλλον το έκανε ο θάνατος του Αθου. Πολύ το φοβάμαι…»
*Η άλυτη απορία του θανάτου
«Το τίποτα είναι ένα όνειρο. Αμα τελειώνουμε, να τελειώνουμε. Τελεία και παύλα, όχι αποσιωπητικά. Φαντάσου να είναι ένα τίποτα που σε σημαδεύει κιόλας! Να έχει συνείδηση αυτό το τίποτα! Εκτός κι αν δεν υφίσταται ποτέ ψυχή κι έχουμε ένα σώμα που προσποιείται ότι έχει ψυχή. Εγώ θεωρώ παρά πολύ πονηρό το σώμα, και περιεκτικότατο και εφευρετικότατο. (…) Η ιδέα της ταφής και της εκταφής με τρελαίνει (…) Δεν πιστεύω καθόλου ότι πρέπει να επιστρέψουμε στο χώμα, διότι δεν μου απέδειξε κανείς μέχρι τώρα ότι είναι ένα χώμα. Πρέπει να μου το αποδείξει. Και τότε θα υποταγώ, θα το δεχτώ (…) Δεν λέω ότι δεν είναι ωραία η ζωή. Λέω ότι είναι πάρα πολύ ωραία επειδή πρόκειται να τη χάσουμε. Μόνο γι’ αυτό. Κι ο έρωτας γι’ αυτό είναι ωραίος, επειδή τελειώνει. Ομως η ποίηση δεν τελειώνει ποτέ. Κάποτε σταματάει ο ποιητής, αλλά έχει διάδοχο. Κι η ιστορία συνεχίζεται…»