Γράφει η Παπαηλιάδου Σοφία
Δεν θυμάμαι αν το διάλεξα.
Δεν θυμάμαι αν με ρώτησε κανείς.
Δεν θυμάμαι αν ήταν από πάντα ή από πότε.
Βράχο με ονόμασαν κι εγώ δεν το αμφισβήτησα ποτέ.
Υποδύθηκα το ρόλο υποδειγματικά.
Έγινα ο ρόλος.
Έγινα βράχος.
Πέτρα να σταθούν και να ξαποστάσουν οι άνθρωποί μου.
Πέτρα να στηριχτούν περαστικοί και «δικοί» μου.
Πέτρα να μην ζητώ, να μην χρειάζομαι μήτε νερό, μήτε φροντίδα.
Βράχος που τον χάραζε η θάλασσα και τον χαράκωνε ο αέρας.
Βράχος όλων.
Άνηκα στο χώρο σαν από πάντα.
Σταθερή κι αμετακίνητη.
Μόνο που κανείς δεν σας είπε πως κι ο βράχος σπάει.
Όταν οι ρωγμές του πάρουν αέρα, όταν ζητήσει να αναπνεύσει, σε μια εκπνοή μέσα, γίνεται σκόνη!
Κανείς δεν σας το πε κι εσείς δεν νοιαστήκατε να μάθετε γι’αυτό το βράχο που ήταν το στασίδι και το στήριγμά σας.
Κανείς δεν σας το πε κι εσείς δεν σκεφτήκατε ποτέ να παρατηρήσετε τις ρωγμές που σιωπηλά μεγάλωναν.
Κι εγώ, για χρόνια δεν χρειάστηκε να ανασάνω. Δεν χρειάστηκε να ζητήσω.
Βράχος προστάτης, βράχος καταφύγιο, βράχος ακλώνητος, αναλλοίωτος..
Βράχος που άρχισε να κόβει..
Βράχος που δεν ήθελε άλλο να είναι το καταφύγιο κανενός.
Βράχος που δεν ήθελε άλλο να είναι προστάτης και στήριγμα κανενός.
Βράχος που θέλησε να γίνει σκόνη και να σκορπιστεί στον αέρα..
Κι έτσι ανέπνευσα..
Μια ανάσα όλη κι όλη χρειάστηκε για να γίνει ο βράχος σκόνη και να σκορπίσει..
Μια ανάσα και μια ανάγκη.
Ανάγκη να σπάσει και να γίνει χίλια κομμάτια.
Ανάγκη να σπάσει και να το πάρει κάποιος στα χέρια του να το φτιάξει κομμάτι κομμάτι.
Ανάγκη να λείψει..
Κι αφού δεν έμαθε ποτέ να νιώθει την ανάγκη του, ο βράχος που ήξερες, άφησε δάκρυα από τη θάλασσα που το έδερνε τόσο καιρό, πήρε μια ανάσα βαθιά από τους ανέμους που το μαστίγωναν τόσα χρόνια, κι έγινε σκόνη..