Η βιογραφία του άνδρα που έκανε την Ούρσουλα Aντρες να πέσει στα πόδια του κλαίγοντας όταν της είπε «τέλος», στο βιβλίο που υπογράφει η Σοφία Στεκουλέα – Τα αποσπάσματα δημοσιεύθηκαν αποκλειστικά στο «Πρώτο ΘΕΜΑ» της Κυριακής
«Η ζωή μου ως την εφηβεία ορθοπεταλιές κόντρα στον άνεμο. Πρώτα γύρω-γύρω από τον κήπο μας κι έπειτα στους δρόμους της γειτονιάς, κι έπειτα ως τα ξέφωτα της Κηφισιάς, κι έπειτα στις απλωσιές της Πολιτείας, κι έπειτα ένα ατέλειωτο έπειτα και πέρα από το εδώ. Ηθελα να νιώσω τα πάντα γύρω μου…».
Αυτή η ανάγκη να νιώσει τα πάντα, να γευτεί τις ηδονές -νόμιμες και απαγορευμένες- ξεδιπλώνεται γλαφυρά στις σελίδες της βιογραφίας του Ερρίκου Πετιλόν με τίτλο «Ποιος θα το πίστευε, ο Ερρίκος;» που υπογράφει η Σοφία Στεκουλέα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λευκή Σελίδα.
Η συγγραφέας αφήνει έναν από τους πλέον γοητευτικούς άνδρες του ελληνικού lifestyle να ξεδιπλώσει άγνωστες πτυχές μιας μυθιστορηματικής διαδρομής που τα είχε κυριολεκτικά όλα.
Γυναίκες σαν την Ούρσουλα Αντρες να κλαίει στα πόδια του όταν τη χώρισε, τη Στεφανί του Μονακό να τον κυκλοφορεί στα πιο σικ στέκια, δύο γάμους, νύχτες στο «Studio 54» δίπλα στον Μικ Τζάγκερ και μια άλλη «ερωμένη», την κοκαΐνη. Αυτή που ουσιαστικά δεν τον άφησε ποτέ «ελεύθερο» μέχρι τώρα, αυτή για την οποία ένα χειμωνιάτικο βράδυ πούλησε τα παπούτσια του 3.000 δραχμές προκειμένου να εξασφαλίσει τη δόση του.
Από τα 15 του χρόνια ο Πετιλόν βυθίζεται σε ένα ηδονικό ταξίδι, παρκάροντας την εφηβεία του όταν αρχίζει να βγαίνει συνέχεια αφήνοντας την Κηφισιά για το Κολωνάκι.
«Η ζωή μου ένα ατέλειωτο γλέντι. Μοναδικές μου έγνοιες; Σε ποια νυχτερινά μαγαζιά θα πάω; Σε ποια νησιά θα ταξιδέψω; Με ποια γυναίκα θα ξαπλώσω;». Αυτά τον απασχολούσαν. Και όταν πηγαίνει στη Μύκονο για πρώτη φορά ερωτεύεται το νησί, τις παραλίες του και τις τουρίστριες που καταφτάνουν από τον Βορρά και την Αμερική.
Το πρώτο κλικ, ο Τζιάνι και η τρέλα
Η πρώτη του σοβαρή σχέση είναι με μια γυναίκα εφτά χρόνια μεγαλύτερή του, η οποία ήταν δεσμευμένη.
«Κόλλησε σαν τσίχλα στο μυαλό μου. Την ήθελα, την κέρδισα. Το καλοκαίρι ζευγάρι οι δυο μας ανοίξαμε πανιά για τη Μύκονο μαζί με την παρέα μας από το Κολωνάκι. Το πρωί στην παραλία και το βράδυ στα μπαρ».
Θα μείνει μαζί της δύο χρόνια και μετά χωρίζουν γιατί «ήθελα κι άλλο, κάτι ακόμη», γράφει ο Ερρίκος, που γυρνάει ξανά στο Νησί των Ανέμων «με αντροπαρέα, ελεύθερος να σαγηνεύσω. Στο μπαρ Βεγγέρα το αεροπλάνο να προσγειώνεται και εμείς να “μετράμε” τουρίστριες».
Είναι λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70 όταν η φωτογράφος Καλλιόπη εντοπίζει τον γοητευτικό νεαρό στη Μύκονο και τον προσεγγίζει.
«Απλά ήρθαν οι κουβέντες μεταξύ μας και απλά μου έκανε πρόταση για φωτογράφιση στο ιταλικό περιοδικό Vogue, όπου εργαζόταν ως φωτογράφος», αναφέρει στη βιογραφία του ο Ερρίκος. Μόλις βγαίνει το τεύχος τα πρακτορεία στην Ελλάδα πέφτουν πάνω στον γοητευτικό νεαρό, που δεν ακούει κανέναν πλέον: έχει παρατήσει το σχολείο και γλεντάει χωρίς αύριο στην Κηφισιά και στο Κολωνάκι τον χειμώνα.
«Το καλοκαίρι» -του1979- «με βρήκε πάλι στο “νησί μου” να πίνω παρέα με τον Τζιάνι Βερσάτσε: Σε θέλω μου είπε και έπειτα ήρθε και η πρόταση του Ούγκο Μπος».
Η ζωή του περιφέρεται σε μια βαλίτσα που αδειάζει σε ακριβά ξενοδοχεία και ο ένας προορισμός διαδέχεται τον άλλο, όπως και οι πασαρέλες των διάσημων σχεδιαστών. Στα 18 του χρόνια πληρώνεται 7 εκατ. δραχμές για ένα πέρασμα σε ένα ντεφιλέ μόδας, ενώ από τη ζωή του περνάνε -αλλά δεν μένουν- πανέμορφες γυναίκες.
Μένει όμως μια μόνιμη πλέον «ερωμένη», η κοκαΐνη, στην οποία εθίζεται αυτό το γοητευτικό αγόρι που τα είχε όλα, αλλά κατά βάθος μπορεί και να μην τα ήθελε.
«Με τις ουσίες ζητούσα να μουδιάσω το μυαλό μου, το κορμί μου, τη φωνή μέσα μου: “Δεν είσαι αυτός, δεν ανήκεις εδώ. Φιγουρατζήδες. Δεν νοιάζονται για σένα”».
Το «Studio 54» και η Στεφανί του Μονακό
Αυτό δεν τον εμπόδισε φυσικά να συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο, δουλεύοντας πολύ εντός και εκτός Ελλάδας, μέχρι να έρθει καλοκαίρι, τότε που, όπως γράφει, «ο κόσμος δεν με κρατούσε». Επέστρεφε στη λατρεμένη του Μύκονο, εκεί όπου μια μέρα βρέθηκε να τα πίνει με τον Στιβ Ρούμπελ, τον ιδιοκτήτη του ήδη μυθικού «Studio 54».
Ο τελευταίος προσκαλεί τον Πετιλόν στη Νέα Υόρκη και όταν αυτός φτάνει έξω από το κλαμπ αδυνατεί να πιστέψει την εικόνα που βλέπει, με εκατοντάδες ανθρώπους να στριμώχνονται γύρω από την είσοδο. «Το θέαμα με αναστάτωσε. Γιατί όλος αυτός ο πανικός; Πλησίασα βαδίζοντας αργά και δύο από τους δέκα πορτιέρηδες προτού μιλήσω έκαναν στην άκρη τον κόσμο να περάσω», γράφει ο Ερρίκος για την πρώτη του βραδιά στη θρυλική ντισκοτέκ.
«Στάθηκα και κοιτούσα τον άπλετο χώρο. Η κόκα έπεφτε από το ταβάνι και οι γυναίκες εμπρός μου, πλάι μου, γύρω μου χόρευαν φορώντας μόνο γόβες στιλέτο. Με οδήγησαν στο τραπέζι του Στιβ, χαιρετηθήκαμε και με έβαλε να καθίσω δίπλα του. Στο τραπέζι παρέα μας ο Αντι Γουόρχολ, ο Κάλβιν Κλάιν, η Γκρέις Τζόουνς, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, ο Μικ Τζάγκερ, ο Ροντ και η Αλάνα Στιούαρτ, ο Τζακ Νίκολσον, ο Ρίτσαρντ Γκιρ, ο Σιλβέστερ Σταλόνε, η Τζία Καράντζι, η Μπρουκ Σιλντς και η Νταϊάνα Ρος ημίγυμνη να τραγουδάει δίπλα μας». Ο γοητευτικός Ελληνας διασκεδάζει μαζί με το μισό Χόλιγουντ, πίνει μαζί τους, τα λένε και «χάνεται» σε ένα ηδονιστικό ντελίριο που τελειώνει ξημερώματα.
Προερχόμενος από μια ιδιαίτερα εύπορη οικογένεια, ο Ερρίκος βρίσκει τον χρόνο μεταξύ επιδείξεων και πάρτυ στο «Studio 54» να πεταχτεί στο σαλέ που διαθέτουν οι δικοί του στο Γκστάαντ για διακοπές λίγων ημερών με καλεσμένους στην τριώροφη κατοικία τον Αλέν Ντελόν, τον Χέλμουτ Μπέργκερ και τον υιό Μιτεράν. Λίγους μήνες μετά, στο Παρίσι, όπου έχει εγκατασταθεί μόνιμα ο πατέρας του μετά το διαζύγιο με τη μητέρα του, γνωρίζει σε μια νυχτερινή έξοδο την ατίθαση τότε πριγκίπισσα Στεφανί του Μονακό.
«Ηθελα να την κατακτήσω. Ηταν εντελώς διαφορετική από τις γυναίκες που ως τώρα συναναστρεφόμουν. Ολα πάνω της ανέδιναν ελευθερία. Τα βλέμματα όλα σ’ εκείνη και το δικό της σε σ’ εμένα», σημειώνει στο συγκεκριμένο κεφάλαιο.
Η πριγκίπισσα, γοητευμένη από την αύρα του, τον ακολουθεί στο σπίτι του από το πρώτο βράδυ, ενώ λίγο μετά η σχέση τους γίνεται γνωστή και το ζευγάρι την επιβεβαιώνει όταν ο Πετιλόν συνοδεύει τη Στεφανί στο Φεστιβάλ των Καννών.
Η πριγκίπισσα τον καλεί στο Μονακό για να τον γνωρίσει η μητέρα της Γκρέις Κέλι, στην οποία μιλάει με ενθουσιασμό για τον Ελληνα φίλο της και το ειδύλλιό τους, που θα κρατήσει μόλις τρεις μήνες, αφού η μικρή Στεφανί ήθελε να ρουφήξει τη ζωή.
Η Ούρσουλα και τα 4 εκατ. δραχμές σε κοστούμια!
«Μια καλησπέρα δική μου, ένα μείνε δικό της και κύλησαν δυο χρόνια. Εκείνη σταρ κι εγώ 23 χρόνων. Παρελθόν της, ο Τζέιμς Ντιν και ο Ζαν Πολ Μπελμοντό κι εγώ μ’ ένα ερώτημα: Πώς αυτή η γυναίκα είναι μαζί μου; Απάντηση δεν έδωσα ποτέ».
Με αυτή την εισαγωγή αρχίζει η περιγραφή της σχέσης του Ερρίκου με την εκθαμβωτική Ούρσουλα Αντρες, η οποία άρχισε όταν την προσέγγισε για να τη γνωρίσει.
«Και η στιγμή, ούτε καν η ώρα, έφερε την Ούρσουλα στο πλευρό μου. Μια βόλτα στην παραλιακή δίχως προορισμό. Φτάσαμε στη Βάρη. Βόλτα στη θάλασσα το απόβραδο, το χέρι της στο χέρι μου, το κορμί της στην αγκαλιά μου, προτού εκείνη κάνει την επίσημη εμφάνισή της στη φιλανθρωπική εκδήλωση για την οποία είχε έρθει στη χώρα μας. Αριβάραμε μαζί στο γνωστό τότε κέντρο Φαντασία και ζήτησε, επιτακτικά θυμάμαι, να βάλουν επιπλέον καρέκλα για να καθίσω στο πλάι της. Ηταν σταρ, ποιος θα τολμούσε να της αρνηθεί;».
Λίγες ημέρες μετά το ζευγάρι φεύγει για τη Ρώμη. Αυτό το παθιασμένο ειδύλλιο θα διαρκέσει δύο χρόνια με συνεχές κυνηγητό από τους παπαράτσι και την Αντρες να επισκιάζει τον σύντροφό της που, όπως γράφει, ήταν «εγκλωβισμένος στην αυλή της. Η μόνη διαφυγή ήταν ο χωρισμός».
Πήρε την απόφαση στην Αθήνα και πέταξε για Ρώμη χωρίς να φαντάζεται ότι το να της το πει θα έφερνε τη σταρ στα όρια της κατάρρευσης. «Υπήρξε δράμα. Κατέρρευσε στα πόδια μου και δεν το πίστευα. Τσαλακωνόταν μπροστά μου και ένιωσα ότι της έκανα το χειρότερο κακό. Με την υπόσχεση ότι θα μείνουμε φίλοι γύρισα την πλάτη κι έφυγα».
Τη συνάντησε ξανά μετά από 20 ολόκληρα χρόνια, υπόλογος αφού δεν κράτησε φιλική σχέση μαζί της, όταν η ηθοποιός ήρθε πάλι στην Ελλάδα και τον έψαξε. Μίλησαν για ώρες και όπως γράφει, «σβήσαμε από τη μνήμη μας το ζευγάρι που υπήρξαμε, το μαζί. Δεν υπήρξε ποτέ τελικά το “μαζί”. Υπήρξε πάντα το “εγώ” σ’ αυτό τον έρωτα».
Νύχτες και μέρες στα όρια
Μέσα σε 83 σελίδες η Σοφία Στεκουλέα κατάφερε να συμπεριλάβει όλα τα ups and downs της ζωής ενός άνδρα, η οποία θα μπορούσε άνετα να γίνει κινηματογραφική ταινία.
Περιγράφει διεξοδικά τις διαδρομές του εντός και εκτός συνόρων, τις υπερβολές όταν τα λεφτά έρρεαν και ο Ερρίκος νόμιζε ότι αυτό δεν θα σταματήσει ποτέ. Οταν αγόρασε μαζί με τον Τάκη Ρόζα την «Αίγλη» στο Ζάππειο πήγε στην μπουτίκ του Armani στο Κολωνάκι και είπε στις πωλήτριες «ένα απ’ όλα», εννοώντας κοστούμια, πουκάμισα και παπούτσια. Πλήρωσε 4 εκατ. δραχμές εκείνη την ημέρα ο άνθρωπος που λάτρεψαν εκατοντάδες γυναίκες, οι περισσότερες για λίγο, ειδικά την εποχή που ήταν περιζήτητο μοντέλο.
Οπως γράφει, υπήρξε ιδιοκτήτρια μπουτίκ στο Κολωνάκι η οποία όταν μπήκε ο Πετιλόν για να ψωνίσει κλείδωσε την πόρτα, γδύθηκε μπροστά του και του είπε να της κάνει έρωτα.
Στην «Αίγλη» διαπίστωσε ότι ήταν πλέον εξαρτημένος από την κοκαΐνη. Αφήνει τα κλειδιά στον συνεταίρο του και φεύγει στο Ισραήλ για να απεξαρτηθεί. Μένει σε ένα χωριό, σε ένα κιμπούτς κάπου στα σύνορα Ισραήλ – Λιβάνου και κάθε μέρα δουλεύει γεμίζοντας κασόνια με μπανάνες για έξι μήνες.
Τόσο άντεξε πριν φύγει για το Τελ Αβίβ, όπου δουλεύει σερβιτόρος, μέχρι την ημέρα που γνωρίζει τη Σίρα, μια εντυπωσιακή καλλονή την οποία ερωτεύεται. Οταν επιστρέφει μαζί της στην Ελλάδα δεν τον περιμένει κανείς στο αεροδρόμιο και λίγη ώρα μετά ο πατέρας του τον «προσγειώνει» ακόμη πιο απότομα, λέγοντάς του στο τηλέφωνο μια λέξη: «Χρεοκόπησα».
Το ζευγάρι δεν έχει ούτε σπίτι να μείνει στην Αθήνα. Ετσι, ο Ερρίκος στέλνει την καλή του πίσω στο Ισραήλ και ο ίδιος καταφέρνει να φύγει για το Λος Αντζελες αναζητώντας μια καινούρια αρχή. Θα γίνει πλασιέ οικιακών ειδών, οικοδόμος, σερβιτόρος σε μπουζούκια, ενώ κοιμάται σε γκαράζ και ξημερώματα πηγαίνει σε γκέτο για τη δόση του, αυτή που τον «ταξιδεύει».
Αφήνει το Λος Αντζελες για το Μαϊάμι, εκεί όπου θα συλληφθεί και θα κάνει έναν χρόνο φυλακή για κατοχή ναρκωτικών, μία από τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του. Οταν αποφυλακίζεται γίνεται οδηγός ενός Κουβανού μαφιόζου, πριν επιστρέψει πάλι στην οικοδομή, εκεί όπου μια μέρα φτάνει ένα συνεργείο για να γυρίσει ένα διαφημιστικό. Η σκηνοθέτις τον βλέπει και του προτείνει δουλειά, ο Πετιλόν δέχεται και επιστρέφει στο μόντελινγκ μαζεύοντας λεφτά για να επιστρέψει στην Ελλάδα και να δει τη μητέρα του, με την οποία μιλάει στο τηλέφωνο.
Οταν επιστρέφει τη βρίσκει ετοιμοθάνατη, καθώς έπασχε από καρκίνο, σε μια κλινική της Κυψέλης και είναι αυτός που θα σκάψει τον λάκκο της στην εβραϊκή πτέρυγα του Γ’ Νεκροταφείου.
Θα το κάνει με τα χέρια του, αφού δεν υπάρχουν λεφτά για να την κηδέψει. Θα κλάψει, θα σηκωθεί και θα πέσει πάλι, πολλές φορές, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τα ναρκωτικά.
Παντρεύτηκε δύο φορές, χώρισε ισάριθμες, απέκτησε έναν γιο, μπήκε και βγήκε σε ψυχιατρικές κλινικές, όμως μάλλον δεν ξέχασε ποτέ τα τελευταία λόγια της μητέρας του. Ηταν βράδυ 15 Αυγούστου του 1995, 11 η ώρα, όταν άνοιξε τα μάτια της, τον κοίταξε και του είπε: «Ποιος θα το πίστευε; Ο Ερρίκος».