Γεννημένος σε ένα μικρό χωριό, τα Εξω Λακώνια του Αγίου Νικολάου της Κρήτης, ο Γιάννης Χαρούλης ήταν ένας μικρός βοσκός που βοηθούσε τον πατέρα του. Αυτοδίδακτος λυράρης εκείνος, αποφασίζει να του κάνει δώρο ένα λαούτο και αρχίζει να τον μαθαίνει πώς να παίζει μουσική.
Στα βουνά και στα λαγκάδια ο Γιάννης παίζει το λαούτο του και ξαφνικά ανακαλύπτει ότι η μουσική στη ζωή του από εκείνη τη στιγμή και μετά θα ήταν ό,τι ήταν και η αναπνοή του, όπως λέει συχνά.
Μεγαλώνοντας, ο Γιάννης Χαρούλης τραγουδά και παίζει σε πανηγύρια. Αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της ζωής του. Δεν τα απαρνιέται ποτέ και μάλιστα όταν κατεβαίνει στην Κρήτη και του δίνεται η ευκαιρία, τρυπώνει σε αυτά. Και βοσκός ήταν και παραμένει – «Δεν το σκεπάζω εγώ αυτό», θα εξομολογηθεί.
Από τα εφηβικά του χρόνια τα τραγούδια που θα τον συγκινούν είναι αυτά που χαρακτηρίζονται περισσότερο ακουστικά και λιγότερο χορευτικά. Ίσως γιατί έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτό που τον συναρπάζει: η επικοινωνία με τον κόσμο, η δημιουργία αυτού του συναισθήματος που τα κάνει όλα ένα: και τα βλέμματα και τα αισθήματα και τη διάθεση. Τραγουδά τα πάντα, από τα Ριζίτικα των Χανίων ως τις στειακές κοντυλιές.
Η Κρήτη είναι η μεγάλη του αγάπη, «ένα μεγάλο χωριό με καλούς ανθρώπους και αλληλεγγύη» και, όποτε μπορεί, επιστρέφει είτε ως βοσκός είτε ως τραγουδιστής.
Μια καλοκαιρινή μέρα του 2002 ο Χρήστος Θηβαίος θα βρεθεί στο μικρό καφενεδάκι του χωριού και θα ακούσει τον πιτσιρικά τότε Γιάννη να τραγουδά. Μαγεύεται από τη φωνή και από το ταλέντο του.
Τον βρίσκει, του μιλά και του ζητά να ανέβει στην Αθήνα για να πάρει μέρος σε μία συναυλία που οργάνωνε το ιστορικό «Δίφωνο» στον Λυκαβηττό στη μνήμη του Νίκου Ξυλούρη. Ο Χαρούλης θα δεχθεί να έρθει στην πρωτεύουσα ντροπαλός και λίγο σαστισμένος.
Ο Θηβαίος θα πιέσει πολύ για να δοθεί μια ευκαιρία στον Κρητικό πιτσιρικά να ανέβει στη σκηνή και τελικά δικαιώνεται. Αυτό θα φανεί και την επόμενη μέρα, όταν θα πάει να βρει την Ουρανία, τη γυναίκα του συγχωρεμένου Νίκου Ξυλούρη, σε ένα δισκάδικο που είχε κοντά στην Ομόνοια. Εκεί θα συστηθεί κι έτσι θα αρχίσει να τον αναγνωρίζει κόσμος που τον είχε δει και ακούσει στη συναυλία και βρίσκεται εκείνη την ώρα μέσα στο μαγαζί. «Εσύ είσαι το κωλοπαίδι που έκλεψε την παράσταση;», «Εσύ είσαι ο Κρητικός που τραγουδούσε;», του λένε. Η αρχή μιας μεγάλης καριέρας μόλις είχε γίνει.
Ο Χαρούλης θα μείνει στην Αθήνα και θα συνεργαστεί με τους καλύτερους και τους μεγαλύτερους, οι οποίοι θα τον πιστέψουν και θα τον ενισχύσουν με κάθε τρόπο. Θα ερμηνεύσει τους περισσότερους συνθέτες και ποιητές: Θανάση Παπακωνσταντίνου, Σωκράτη Μάλαμα, Μίλτο Πασχαλίδη, Νίκο Μαμαγκάκη, Μάνο Χατζιδάκι, Γιάννη Μαρκόπουλο.
Πρώτος του παραγωγός, ο Μάνος Ξυδούς. Όσο περνούν τα χρόνια, στήνει τη μαγική του μπάντα, στην οποία οφείλεται ένα μεγάλο κομμάτι της επιτυχίας του. Ο άνθρωπος-σύμβολο είναι ο Κωσταντής Πιστιόλης με το κλαρίνο του τον οποίο βρήκε σε πανηγύρι. Ο Μιχάλης Πορφύρης είναι ο τσελίστας και την ομάδα συμπληρώνουν οι Παύλος Συνοδινός και Πάνος Τόλιος.
Ο άνθρωπος, πάντως, που θα σημαδέψει την καριέρα του είναι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο οποίος του έχει γράψει και μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του. Έναν στίχο του θα επιλέξει και στις συνεντεύξεις του ως υπέροχο: «Εγώ ‘μαι που σε γλέντησα κι εγώ θα σε κερδίσω ψεύτη κόσμε».
Ο Χαρούλης αλλάζοντας level στη ζωή του, αφήνοντας την Κρήτη και μένοντας στα Εξάρχεια, θα παραμείνει ίδιος. Δεν τον ενδιαφέρει να γίνει φίρμα, δεν θέλει να κάνει καριέρα μεγάλη για να τον μάθει ο κόσμος και τα περιοδικά. Καλοσυνάτος και χαμηλών τόνων, θα περιγράψει τον εαυτό του σαν ένα καραβάκι που βρίσκεται μέσα σε μια θάλασσα και πλέει σε ήρεμα νερά. Δεν θυμώνει, δεν κακιώνει, θέλει πάντα να φωτίζει την καλή πλευρά. Θέλει να μοιράζεται και να επικοινωνεί.
«Άμα δεν λιώσουμε μαζί, πώς θες να γίνουμ’ ένα…». Αυτόν τον στίχο του Μάλαμα χρησιμοποιεί για να περιγράψει αυτό που θέλει να συμβαίνει στις συναυλίες. Ο Χαρούλης θα ψάχνει τους ανθρώπους και τις ψυχές τους. Θέλει να αγαπάει και να αγαπιέται και το μόνο που απαντά όταν του ζητούν να αποκαλύψει τι συμβουλή θα έδινε στον εαυτό του είναι ο σεβασμός. Προς τον άλλο και προς εμάς τους ίδιους. Και ο θαυμασμός. Αυτά είναι και τα συστατικά του δικού του κόσμου. Γι’ αυτό ποτέ δεν τσακώθηκε, δεν δυσαρεστήθηκε και δεν βρέθηκε να πρέπει να χωρίσει κάτι.
«Ακόμα όταν γυρίζω στην Κρήτη βόσκω πρόβατα»
Στις συναυλίες του τού αρέσει όταν το κοινό ησυχάζει. Τότε νιώθει και τότε πιστεύει ότι κατάφερε να τους ενώσει ένα συναίσθημα. Γι’ αυτό και δεν μετρά ποτέ κεφάλια. Και πενήντα να ‘ναι μπορεί να πιάσει καλύτερα η μαγεία. Το αυθεντικό γι’ αυτόν είναι να παίζουν οι άνθρωποι με τις καρδιές τους.
«Δεν θέλω τις μεγάλες σκηνές, άλλωστε εγώ ακόμα όταν γυρίζω στην Κρήτη βόσκω πρόβατα. Αλώστε, όλα είναι δανεικά και δεν μας ανήκει τίποτα», θα πει. Όταν βγαίνει στη σκηνή, αυτό που τον κατευθύνει είναι ο κόσμος. Κι ας τον αποθεώνει σαν να είναι ροκ σταρ, εκείνος θα τάζει κεράσματα με ρακές και θα τους αποκαλεί «πουλάκια μου, κοπέλια μου και αγαπάκια».
Κι έρχεται ο «Χειμωνανθός» και γίνεται χαμός και ακούγονται μετά τα «Ελα πάρε με», «Της λήθης το πηγάδι», «Τριανταφυλλάκι», «Σύννεφα του γιαλού» και τα κρητικά του. Και όλοι χορεύουν και όλοι τραγουδούν.
Σε κάθε συνέντευξη τον ρωτούν για τον Νίκο Ξυλούρη και την ομοιότητα της φωνής τους. Το αρνείται και οπισθοχωρεί λέγοντας ότι ο Ξυλούρης ήταν ένας και μοναδικός και άπιαστος. Το λέει γιατί το πιστεύει και το νιώθει.
Ο Γιάννης είναι και παραμένει ένα απλό παιδί από τα χωριά της Κρήτης. Είναι αυθεντικός και γιατί έρχεται σε αντίθεση με όλο αυτό που κυκλοφορεί γύρω μας. Κουράστηκε ο κόσμος από το δήθεν και ήρθε η ώρα να γοητευτεί από το αυθεντικό και το απλό.
Ο Χαρούλης δεν μπορεί εύκολα να προσδιοριστεί. Δεν είναι ροκ, δεν είναι έντεχνος, δεν είναι παραδοσιακός. Είναι όλα αυτά μαζί. Φορά τα ρούχα του, παίρνει το λαούτο του και βγαίνει και τραγουδά: για τον έρωτα, την αγάπη, τη γυναίκα, τα πάθη, την Κρήτη. Θυμίζει λίγο Ξυλούρη, λίγο ροκά και σίγουρα ένα καλό παιδί. Σαν αυτό που κάποτε συναντήσαμε αλλά το προσπεράσαμε γιατί δεν μας γέμιζε το μάτι. Γιατί δεν είχε την εικόνα που καλλιέργησε μια ολόκληρη κοινωνία και ένα σύστημα lifestyle και η οποία γκρεμίζεται αργά αλλά σταθερά.
Όταν ανεβαίνει στη σκηνή ο Χαρούλης, κάνει και κάτι ακόμη: καταργεί την απόσταση σκηνής και πλατείας. Όχι ισοπεδώνοντάς τη, ούτε κατεβαίνοντας κάτω μόνος. Είναι αμφίδρομο αυτό που συμβαίνει. Είναι σαν να ανεβαίνει ο κόσμος και σαν να βρίσκεται κι εκείνος ανάμεσά τους.
Είναι και κάτι ακόμη: η κρυφή αγάπη για την παράδοση. Αυτό που κάποτε ντρεπόμαστε να ακούσουμε ή να δηλώσουμε ότι κάτι μας κάνει, τώρα μας συγκινεί, σε συνδυασμό με την εικόνα του άφθαρτου τραγουδοποιού. Ούτε εξώφυλλα, ούτε ακριβά αυτοκίνητα, ούτε λεζαντοκείμενα στις κοσμικές στήλες, ούτε μεγάλα λόγια, ούτε σκανδαλάκια με κορίτσια. Μια ζωή διακριτική και μια καριέρα σε συνεχή άνοδο.
Επιτέλους, ένας κανονικός άνθρωπος ανάμεσά μας, ένας άνθρωπος που σου δίνει την ευκαιρία να νιώσεις ότι είσαι ταυτόχρονα σε πανηγύρι, σε πάρτυ και σε συναυλία.
Το καλύτερο, όμως, το έχει πει ο υπέροχος Θανάσης Παπακωνσταντίνου ως ευχή και ως αλήθεια: «Ο Γιάννης έχει τον καημό έχει και την αψάδα. Να κάνει χρόνους να καεί και όχι σαν τη λαμπάδα».
Έλα πάρε με: Η ιστορία ενός τραγουδιού ή αλλιώς η αποκατάσταση μιας αδικίας
“….Έλα πάρε με
μες στο βυθό σου να βρεθώ
ν’ αγαπηθώ να λυτρωθώ
Έλα πάρε με
στα γαλανά σου τα νερά
δώσε στα όνειρα φτερά….
Βρισκόμαστε στο 1995 και η άγνωστη στο ευρύ κοινό Σοφία Τσέρου θα ερμηνεύσει με έναν απίστευτα όμορφο τρόπο το τραγούδι “Έλα πάρε με”.
Η ερμηνεία της Τσέρου είναι σχεδόν παραμυθένια και σε ταξιδεύει κατευθείαν στη χώρα του έρωτα. Η φωνή της είναι πολύ απαλή, σχεδόν βελούδινη!
Η ενορχήστρωση του τραγουδιού είναι καθαρά λαϊκή με το μπουζούκι να δεσπόζει και να υποκλίνεται μόνο όταν τραγουδά η Σοφία Τσέρου. Η μελωδία του τραγουδιού έχει κάτι πολύ ρομαντικό, που σε παραπέμπει σε άλλες εποχές. Ο στίχος είναι απλά η αποθέωση του θεού έρωτα…όταν δεν αντέχεις άλλο χωρίς τον έρωτά σου και το μόνο που έχει αξία είναι να βρεθείς και πάλι μαζί του.
Ο έρωτας σε όλο το τραγούδι με κάποιο τρόπο συνδέεται και με τη θάλασσα, γεγονός που του προσδίδει και κάτι που δεν τελειώνει…κάτι απέραντο…
Το τραγούδι θα ενταχθεί στο άλμπουμ «ΑΙΟΛΙΑ» του Μιχάλη Νικολούδη, όπου εκτός από την Σοφία Τσέρου συμμετέχουν και οι Γεράσιμος Ανδρεάτος και Βασίλης Σκουλάς, με αρχικό τίτλο «Ερωτικό”- Έλα πάρε με.
Το τραγούδι δυστυχώς θα περάσει απαρατήρητο, μιας και ως και σήμερα η δημοφιλέστερη εκδοχή του τραγουδιού στο Youtube μετρά μόλις λίγο παραπάνω από 62.000 προβολές.
“…Έλα πάρε με
σ’ άλλα ταξίδια μακρινά
στου δειλινού τα μενεξιά
Έλα πάρε με
δώσε μου αίμα και μιλιά
σε χρυσαφένια ακρογιαλιά…”
Οκτώ χρόνια μετά, το 2003, ο Μιχάλης Νικολούδης ετοιμάζει με τον σχετικά άγνωστο ακόμα Γιάννη Χαρούλη μια νέα συλλογή και θα του προτείνει να επανεκτέλεσει το ξεχασμένο τραγούδι που είχε πει η Σοφία Τσέρου.
Ο Χαρούλης ακούει την εκτέλεση της Τσέρου και διστάζει, όχι επειδή δεν του αρέσει το τραγούδι, αλλά επειδή κρίνει ότι το έχει πει ΑΨΟΓΑ η Τσέρου και δεν έχει να προσθέσει κάτι παραπάνω ο ίδιος.
Ο Νικολούδης επιμένει και ο Χαρούλης τελικά το δισκογραφεί με τον τίτλο πια “Έλα πάρε με” και αυτό εντάσσεται στη συλλογή “Γύρω μου και εντός”. Στην ίδια συλλογή συμμετέχει και η Αναστασία Μουτσάτσου, που θα διασκευάσει, κάποια χρόνια μετά, πάλι το ίδιο κομμάτι.
Στη νέα ενορχήστρωση απουσιάζει το παραμυθένιο στοιχείο που συναντάμε στην πρώτη εκτέλεση, το τραγούδι εδώ είναι πιο δυναμικό και λιγότερο λαϊκό.
Η ερμηνεία του Χαρούλη είναι διαφορετική, έχει έναν αντρικό ρομαντισμό. Η φωνή του δίνει την εντύπωση ότι δεν είναι απλά ανυπόμονος για να συναντήσει τον έρωτα, αλλά περισσότερο τον απαιτεί!
Πληροφορίες: protothema.gr, digilove.eu