Ο γνωστός ποινικολόγος, με παρέμβασή του, ζητά να μην «προδικάζεται» ο παράγοντας που κατήγγειλε για σeξουαλική κακοποίηση η Ολυμπιονίκης.
«Εγκληματικές προσωπικότητες» όσοι προπονητές «βιάζουν την ψυχή αγοριών και κοριτσιών.. και βεβηλώνουν το σώμα τους» όμως «επικίνδυνο για την κοινωνία και για την Δημοκρατία να προδικάζεται και να διαπομπεύεται ένα συμπολίτης μας χωρίς να έχει αποδειχθεί ακόμη το παραμικρό» αναφέρει σε προσωπική ανακοίνωση του με αφορμή τις καταγγελίες της Σοφίας Μπεκατώρου, ο ποινικολόγος Αλέξης Κούγιας.
Ο κ. Κούγιας στην ανακοίνωση του με την οποία εκφράζει την εκτίμηση και τον σεβασμό του στην Ολυμπιονίκη, χαρακτηρίζει «νομική βαρβαρότητα» όσα ακολούθησαν της δημοσιοποίησης του καταγγελλόμενου ως θύτη στην υπόθεση της κ. Μπεκατώρου, κάνοντας λόγο για «διαπόμπευση του» από τα Μέσα Ενημέρωσης, ενώ καταφέρεται κατά των αξιωματούχων του υπουργείου Δικαιοσύνης και των δικαστών που δεν εξέφρασαν την αντίθεση τους σε αυτήν την διαδικασία, με την δημοσιοποίηση του ονόματος και φωτογραφιών του καταγγελλόμενου παράγοντα.
Στην ανακοίνωση του κ. Κούγια αναφέρεται:
«Χειρότερες εγκληματικές προσωπικότητες από τους (ομοφυλόφιλους ή μη) παιδεραστές προπονητές και προπονήτριες, αλλά και τους δήθεν “φυσιολογικούς” άνδρες προπονητές που εκμεταλλευόμενοι την αγνότητα της ψυχής των αγοριών και κοριτσιών που τα εμπιστεύονται οι γονείς τους σε αυτούς, βιάζουν έστω και για μία φορά την αγνή ψυχή τους και βεβηλώνουν το σώμα τους, διαστρεβλώνοντας για όλη τους τη ζωή την προσωπικότητά τους, δεν υπάρχουν. Η τιμωρία τους πρέπει να είναι παραδειγματική και ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει πολύ σκληρές ποινές.
Ομως το ίδιο επικίνδυνο για την κοινωνία μας και για τη Δημοκρατία είναι, χωρίς να έχει αποδειχθεί ακόμη το παραμικρό, ένας συμπολίτης – συνάνθρωπός μας, ο οποίος μέχρι σήμερα εξελέγετο επί δεκαετίες από γονείς χιλιάδων παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, μελών αθλητικών σωματείων, και από συναδέλφους του, επίλεκτα μέλη της αθλητικής κοινότητας και ιδιαίτερα του χώρου της αγωνιστικής ιστιοπλοΐας, ως αντιπρόεδρος, το σημαντικότερο πρόσωπο μετά τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας, και ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ιστιοπλοΐας στην Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, σύζυγος, πατέρας και παππούς, δηλαδή κατά την κρίση όλων αυτών ιδιαίτερα αξιοσέβαστο πρόσωπο, να προκαταδικάζεται, να διαπομπεύεται με τα στοιχεία της ταυτότητάς του και με τη φωτογραφία του από το σύνολο των μέσων μαζικής ενημερώσεως, χωρίς ούτε ένας αξιωματούχος του υπουργείου Δικαιοσύνης, του Αρείου Πάγου, της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων και της Ενώσεως Εισαγγελέων να έχει διατυπώσει έστω σε μία ανακοίνωσή του την αντίθεσή του σε αυτή τη νομική βαρβαρότητα που καταργεί την ίδια τη Δημοκρατία, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, το τεκμήριο αθωότητος και τις συνθήκες μιας Δίκαιης Δίκης.
Λυπάμαι που αναγκάζομαι να κάνω αυτή την τοποθέτηση και να στενοχωρήσω αυτούς που ενδιαφέρονται μόνο για την εκμετάλλευση μιας τραγωδίας και κάνουν διαγωνισμό συμπαραστάσεως και ηθικής στην άξια Ολυμπιονίκη μας, αλλά θα ήθελα να βάλουν τους εαυτούς τους στην τραγική θέση αυτού του συμπολίτη – συνανθρώπου μας, της οικογένειάς του και του κοινωνικού του περιβάλλοντος που μέχρι πριν λίγες ώρες ήταν υπερήφανοι γι′ αυτόν και αμέσως μετά, χωρίς καμία επεξεργασία και χωρίς αντικειμενική κρίση, μόνο και μόνο γιατί “πουλάει” και μας βολεύει να απενοχοποιηθούμε ως κοινωνία, “είναι ένα κάθαρμα” της κοινωνίας, το οποίο πρέπει να θυσιαστεί, για να απενοχοποιηθούμε εμείς οι υπόλοιποι.
Αυτά ένιωσα την ανάγκη να δηλώσω δημοσίως ως δικηγόρος που σε λίγα χρόνια συμπληρώνω μισό αιώνα δικηγορίας και που όλα αυτά τα χρόνια έχω δει μέσα στα Δικαστήρια από κανονικούς αντικειμενικούς δικαστές και όχι από λαϊκούς δικαστές να αθωώνονται συνάνθρωποί μας, αφού προηγουμένως έχουν διαπομπευθεί από τέτοιες καταγγελίες και έχουν καταστραφεί οικογενειακά, κοινωνικά και επαγγελματικά, και όταν αθωώνονται, η αθωότητά τους δυστυχώς δεν έχει καμία αξία.
Με εκτίμηση και σεβασμό, πρώτα από όλους στην κα Σοφία Μπεκατώρου,
Αλέξιος Χ. Κούγιας, πατέρας δύο παιδιών που από ηλικίας 5 ετών είναι στα χέρια προπονητών και παραγόντων του αθλητισμού».
Πηγή: naftemporiki