Έρευνα της ΔιαΝΕΟσις αποτυπώνει το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες – Μέχρι το 2050 οι Έλληνες θα είμαστε λιγότεροι και γηραιότεροι
Τεράστιες διαστάσεις αποκτά το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα, καθώς με βάση τα στοιχεία, ο πληθυσμός της χώρας, από το 2011 και μετά μειώνεται. Οι Ελληνικές οικογένειες κάνουν λίγα παιδιά και τα αποκτούν όλο και πιο αργά, όπως δείχνει και έρευνα που πραγματοποίησε η διαΝΕΟσις.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις, μέχρι το 2050 θα είμαστε λιγότεροι (8,8 εκατομμύρια, σύμφωνα με το μεσαίο σενάριο) και γηραιότεροι (το 1/3 του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, από 1/5 σήμερα).
Σχεδόν μία στις τέσσερις γεννήσεις από γυναίκες 35-39 ετών
Η εικόνα της γονιμότητας στην Ελλάδα δείχνει το μέγεθος του προβλήματος.
Σχεδόν μία στις τέσσερις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών. Την ίδια ώρα, η χώρα μας εμφανίζει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%).
Ωστόσο, η εικόνα στο παρελθόν ήταν διαφορετική. Μόνο ένα 8,3% των Ελληνίδων που γεννήθηκαν το 1955 δεν έκαναν κανένα παιδί. Στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν το 1965 το ποσοστό ήταν 16,3%.
Οι δυσμενείς αλλαγές έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν ο δείκτης γονιμότητας πέρασε πέρασε κάτω από το 1,5. Έκτοτε παραμένει πολύ χαμηλά, φτάνοντας ως και στο 1,23 το 1999.
Από τους χαμηλότερους στον κόσμο ήταν ο δείκτης γονιμότητας το 2016, που διαμορφώθηκε στο 1,38.
Πλέον -και για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία-, στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο. Οι Ελληνίδες αποκτούν κατά μέσο όρο το πρώτο τους παιδί στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 -από 28,8 το 2008), με τον αντίστοιχο μέσο όρο στην Ε.Ε. να είναι τα 29 έτη.
Σχεδόν μία στις τρεις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών και μία στις τέσσερις από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών. Στην Ελλάδα, δε, εμφανίζεται και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%). Αυτή η αναβολή της τεκνοποίησης και της απόκτησης του πρώτου παιδιού πολύ φυσιολογικά μειώνει τις πιθανότητες απόκτησης και δεύτερου ή τρίτου παιδιού.
Έλλειψη υποδομών φροντίδας σε αντίθεση με χώρες με υψηλότερη γονιμότητα
Κι ενώ το δημογραφικό απειλεί τη χώρα, ελάχιστα γίνονται από πλευράς Πολιτείας για να διευκολύνουν τις οικογένειες στην ανατροφή των παιδιών τους. Στην Ελλάδα μόλις το 8,9% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών έχει πρόσβαση σε υποδομές φροντίδας, πολύ μακριά από τον στόχο που έχει θέσει η Ε.Ε. (33%) για το 2020.
Ωστόσο, χώρες που έχουν καταφέρει να διατηρήσουν υψηλότερους δείκτες γονιμότητας όπως η Σουηδία (1,85) και η Γαλλία (1,92) εφαρμόζουν πολιτικές στήριξης των οικογενειών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ανάγκες των σύγχρονων, πολύμορφων νοικοκυριών.
Το πρόβλημα και η αντιμετώπισή του
Η έρευνα της διαΝΕΟσις αποτυπώνει το πρόβλημα, ενώ προτείνει και τρόπους αντιμετώπισης.
Σήμερα οι οικογένειες γίνονται μικρότερες. Οι μονομελείς και οι μονογονεϊκές οικογένειες αυξάνονται. Λίγα ζευγάρια συμβιώνουν και περισσότερες γυναίκες αποφασίζουν να μην κάνουν καθόλου παιδιά, από ό,τι στο παρελθόν. Η μέση ηλικία των γυναικών όταν αποκτούν το πρώτο τους παιδί αυξάνεται, ενώ αυξάνεται και η μέση ηλικία του πρώτου γάμου, μειώνονται οι γάμοι και αυξάνονται τα διαζύγια.
Μέσα στην κρίση, η αύξηση της ανεργίας και η οικονομική αβεβαιότητα οδήγησαν τα ζευγάρια στο να καθυστερούν την απόκτηση του πρώτου παιδιού και στο να αναβάλλουν την απόκτηση δεύτερου ή τρίτου παιδιού. Η αναζήτηση και η αξιοποίηση των ευκαιριών απασχόλησης και για τα δύο φύλα δεν συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη επαρκών παροχών, καθώς και δομών και υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους για τη στήριξη της οικογένειας.
Το αποτέλεσμα;
Οι Ελληνίδες κάνουν πολύ λίγα παιδιά.
Το πρόβλημα δεν οφείλεται μόνο στην οικονομική κρίση
Σε αντίθεση με την πεποίθηση ότι η γονιμότητα συνδέεται με την οικονομική κρίση, η πρόσφατη έρευνα έχει αποδείξει ότι ακόμα και όταν οι οικονομίες ευημερούν, είναι πιθανό η γονιμότητα να πέφτει. Το πρόβλημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο.
Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το θέμα του γάμου. Πλέον στις οικονομικά πιο ευκατάστατες χώρες της Ευρώπης λιγότερο από το 25% των γυναικών ηλικίας 26 ετών είναι παντρεμένες -το 1990 το ποσοστό ήταν 50%. Παρ’ όλα αυτά αυτό το φαινόμενο επηρέασε ελάχιστα τη γονιμότητα. Σε κάποιες χώρες όπως η Γαλλία, μάλιστα, η μείωση των γάμων δεν την επηρέασε καθόλου -απλά αυξήθηκαν οι εκτός γάμου γεννήσεις. Στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε το μικρότερο ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου (9,4%) από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη, αλλά σε 11 άλλες χώρες οι γεννήσεις εκτός γάμου είναι περισσότερες από τις γεννήσεις εντός (στην Ισλανδία 7 στις 10 γεννήσεις είναι εκτός γάμου).
Στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά το χρόνο
Πλέον τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο, για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία. Πια μόνο στην Κρήτη και τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου γεννιούνται περισσότεροι από όσους πεθαίνουν.
Η διάμεση ηλικία των Ελλήνων πλέον φτάνει τα 44 έτη (από 39 το 2000 και 30 το 1960). To 1999 o δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας έφτασε στο ναδίρ του 1,23, κάτω δηλαδή από το όριο της «ακραία χαμηλής γονιμότητας». Έκτοτε υπήρξε μια μικρή αύξηση (το επονομαζόμενο «rebound» ή «catching-up effect» που συνήθως ακολουθεί μεγάλες πτώσεις της γονιμότητας) αλλά ο δείκτης παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Το 2016 ήταν στο 1,38.
Η Ελλάδα έχει μείνει πίσω σε πολιτικές για την αντιμετώπιση του δημογραφικού
Κι ενώ σε ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως του Βορρά, λαμβάνονται μέτρα για την ενίσχυση του δημογραφικού, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως και η Ελλάδα, διαθέτουν πενιχρό μίγμα πολιτικών σε δημόσιες δαπάνες και επιδόματα. Παράλληλα, τα εργαζόμενα μέλη της οικογένειας και ειδικά οι μητέρες, έχουν περιορισμένη στήριξη.
Με βάση τα στοιχεία, οι Ελληνίδες είναι δύσκολο να συνδυάσουν την απασχόληση και τη μητρότητα, λόγω της έλλειψης προσιτών υπηρεσιών φροντίδας και εκπαίδευσης, των χαμηλών επιπέδων σε παροχές και επιδόματα και των μικρών γονικών αδειών με χαμηλά επιδόματα. Παράλληλα θα πρέπει να καταργηθούν και πολιτικές που κάνουν διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα.
Οι Ελληνίδες έχουν το μικρότερο ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τις Ιταλίδες. Το 2017, το ποσοστό των Ελληνίδων με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που συμμετείχαν στην αγορά εργασίας ήταν 68%, ένα ποσοστό που μοιάζει υψηλό, αλλά βεβαίως υπολείπεται δραματικά του 90% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες.
Διαφορά ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα
Διαφορές παρατηρούνται και στις παροχές στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα.
Στον ιδιωτικό τομέα οι άδειες που προσφέρονται στις μητέρες (αποκλειστικά) φτάνουν μέχρι τους 8 μήνες και μία εβδομάδα, με τη δυνατότητα μιας επιπλέον 4μηνης άδειας και για τους δύο γονείς άνευ αποδοχών, η οποία μπορεί να δοθεί τμηματικά μέχρι το παιδί να γίνει 6 ετών. Ένας από τους δύο γονείς δικαιούται μειωμένο ωράριο εργασίας για τους 30 μήνες που ακολουθούν τη γέννηση.
Στο Δημόσιο τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Μια μητέρα που κάνει το πρώτο της παιδί δικαιούται 12 μήνες άδεια. Οι 3 μήνες είναι αποκλειστικά για τη μητέρα και με πλήρεις αποδοχές, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν να μοιραστούν στους δύο γονείς.
Σήμερα τα επιδόματα που δίνονται φτάνουν μέχρι τα 210 ευρώ τον μήνα για μια οικογένεια με τρία παιδιά και πολύ χαμηλό εισόδημα. Τρίτεκνες οικογένειες με ετήσιο εισόδημα πάνω από 34.000 ευρώ δεν δικαιούνται κανένα επίδομα. Άλλες παροχές περιλαμβάνουν την απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων (ή την απαλλαγή από το μισό τέλος για αυτοκίνητα άνω των 2.000 κυβικών εκατοστών, μολονότι τα περισσότερα επταθέσια οχήματα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία -και πληρώνουν και φόρο πολυτελείας), μειωμένο εισιτήριο στα ΜΜΜ, το κοινωνικό οικιακό τιμολόγιο της ΔΕΗ (με εισοδηματικά κριτήρια) και μοριοδότηση για διορισμό στο Δημόσιο.
Απαιτείται να επενδύσουμε στην προσχολική αγωγή
Σύμφωνα με τα στοιχεία για την προσχολική αγωγή, περίπου 140.000 παιδιά βρίσκουν θέση σε βρεφονηπιακούς σταθμούς κάθε χρόνο χάρη σε ένα πρόγραμμα ύψους 175 εκατ. ευρώ που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ. Ωστόσο αυτό δεν είναι αρκετό. Δεκάδες χιλιάδες άλλα μικρά παιδιά παραμένουν εκτός δομών προσχολικής αγωγής, πράγμα που δεν έχει επιπτώσεις μόνο στις οικογένειές τους αλλά, όπως είδαμε και από την έρευνα της διαΝΕΟσις για την προσχολική αγωγή, και στη μελλοντική τους εξέλιξη. Και η Ελλάδα έχει μείνει πολύ πίσω και από άλλες χώρες σε αυτό το θέμα.
Προτάσεις για την ενίσχυση της γονιμότητας
Η διαΝΕΟσις υποβάλλει μάλιστα προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της γονιμότητας και τη στήριξη της οικογένειας.
Οι προτάσεις ταξινομούνται σε τρεις άξονες:
1. Κοινωνική και οικονομική ενεργητική προστασία των οικογενειών
2. Εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής
3. Υποστήριξη της μητρότητας και θετικό περιβάλλον για την οικογενειακή ζωή
Σε αυτό το πλαίσιο, η δέσμη προτάσεων στην οποία κατέληξαν οι ερευνητές περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
• την ενίσχυση των επιδομάτων παιδιών από το πρώτο παιδί
• την καθιέρωση πριμ απόκτησης τέκνου για μητέρες κάτω των 30 ετών (2000 ευρώ ανά παιδί)
• την ενίσχυση των επιδομάτων τοκετού
• τη διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς
• την υποστήριξη των Δήμων για τη δημιουργία επιπλέον υποδομών παιδικών αλλά και βρεφοκομικών σταθμών που φιλοξενούν παιδιά ηλικίας μέχρι 2,5 ετών
• την εισαγωγή νέων δομών, όπως ο θεσμός των βοηθών μητέρων (εκπαιδευμένες γυναίκες που φυλάσσουν στο σπίτι τους 4-5 παιδιά)
• τη δημιουργία Γραφείου Δημογραφικής Πολιτικής στη Βουλή (στα πρότυπα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους), το οποίο θα υπάγεται στον Πρόεδρο της Βουλής και θα παρακολουθεί τη δημογραφική κατάσταση της χώρας, καθώς και την υλοποίηση των μέτρων δημογραφικής πολιτικής
Διαβάστε ΕΔΩ αναλυτικά όλη την έρευνα της διαΝΕΟσις