Παρότι γκριζομάλλης και άνθρωπος απόλυτα συμφιλιωμένος με το χρόνο και τα σημάδια που αφήνει στο πέρασμά του,o Φάνης Μουρατίδης, πριν από λίγους μήνες έβαψε μαλλιά και γένια για τις ανάγκες του νέου του ρόλου στο σίριαλ Πέτα τη Φριτέζα στον ΑΝΤ1, στο οποίο υποδύεται τον Κίμωνα Ορλώφ, ένα μοναχικό, ιδιότροπο σεφ, βραβευμένο με τρία αστέρια Michelin. «Ουσιαστικά πρόκειται για έναν άνθρωπο που έχει χάσει την επαφή του με τη ζωή. Ο Κίμωνας είναι μια καλλιτεχνική περσόνα και όχι μάγειρας με τη στενή έννοια του όρου.
Υπόσχεται σε όποιον έρθει να φάει το βράδυ πως θα βιώσει μια πρωτόγνωρη εμπειρία υψηλής γαστρονομίας. Η αλήθεια είναι ότι στην πραγματικότητα δεν μου αρέσει καθόλου η μαγειρική, αλλά, ύστερα από την έρευνα που έκανα πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα, συνειδητοποίησα για ποιο λόγο οι περισσότεροι σεφ έχουν ιδιοτροπίες μεγάλων σταρ: Είναι δημιουργοί, γι’ αυτό και ο συγκεκριμένος ρόλος με γοήτευσε.
Επιπλέον, το ότι παίζουμε μαζί με τον Γιάννη Μπέζο (σ.σ. υποδύεται τον πατέρα του στο σίριαλ) με κάνει ακόμη πιο χαρούμενο. Ο Γιάννης Μπέζος είναι μια υπέροχη περίπτωση ανθρώπου-καλλιτέχνη-συνεργάτη. Είναι ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, που νοιάζεται για τη δουλειά, τους συνεργάτες, δίνοντας τεράστιο χώρο στους νέους ηθοποιούς. Οπότε όλα ήταν θετικά στο να επιστρέψω στην τηλεόραση μετά από πολλά χρόνια» εξηγεί.
«Ασχολήθηκα με το θέατρο ύστερα από προτροπή του μαθηματικού μου»
Πώς, όμως, ξεκίνησε αυτός ο έρωτας του Φάνη με την υποκριτική και από τη γειτονιά στο Βαρδάρη Θεσσαλονίκης βρέθηκε στην Αθήνα; Η αλήθεια είναι πως οι σπουδές στην υποκριτική δεν είχαν περάσει ούτε ως σκέψη από το μυαλό του έφηβου Φάνη, ο οποίος μαθητής λυκείου ακόμα κάνει εντατικά μαθήματα σε φροντιστήριο της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να εισαχθεί στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
«Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου να ασχοληθώ με το θέατρο. Κάποια στιγμή, όταν ήμουν στην τρίτη τάξη του λυκείου και πήγαινα φροντιστήριο, μου ζήτησαν να συμμετάσχω σε ένα χορό και να κάνω ένα σκετς που ουσιαστικά θα κορόιδευα τους καθηγητές μας. Όντως αυτό έγινε και είχε επιτυχία. Μάλιστα, ύστερα από προτροπή του μαθηματικού μου, του Άνθιμου Παπαδόπουλου, να ασχοληθώ με την υποκριτική, πήρα την απόφαση να στραφώ προς το θέατρο. Εκείνος μου έβαλε την ιδέα. Μια ιδέα που μου την υπενθύμιζε κάθε μέρα στην τάξη, μέχρι που αποφάσισα να την κάνω πράξη. Μέχρι βέβαια να την κάνω πράξη είχα περάσει ήδη στην ΑΣΟΕΕ, μετά Διοίκηση Επιχειρήσεων στην Κρήτη, αλλά και στο ΤΕΙ Βιβλιοθηκονομίας στη Θεσσαλονίκη, τρεις σχολές στις οποίες γράφτηκα και δεν τελείωσα ποτέ» αποκαλύπτει στο People.
Ο δρόμος του θεάτρου είναι μονόδρομος. Αρχικά, μπαίνει στην ομάδα ενός παιδικού θεάτρου και στη συνέχεια αποφασίζει να δώσει εξετάσεις για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. «Πέρασα στο ΚΘΒΕ και τελειώνοντας τις σπουδές μου, παρέμεινα εκεί για εξίμισι χρόνια. Όταν παραιτήθηκα από το Κρατικό, διευθυντής ήταν ο σκηνοθέτης Κώστας Τσιάνος, ο οποίος παραιτήθηκε τρεις μήνες μετά από μένα. Συνεπώς ήμουν τυχερός, διότι τις πρώτες μου δουλειές στην Αθήνα τις έκανα μαζί του. Για ένα μεγάλο διάστημα, εργάστηκα στο θέατρο Αμόρε, ενώ μετά είχα αξιόλογες συνεργασίες και στο θέατρο Αλίκη. Πραγματικά αισθάνομαι τυχερός και πολύ ευχαριστημένος, γιατί μέσα από τις θεατρικές συνεργασίες μου απέκτησα μοναδικές εμπειρίες και γνώρισα εξαιρετικούς συναδέλφους».