Από τα πιο συχνά ερωτήματα που θέτουν οι γονείς είναι αν πρέπει να είναι αυστηροί με το παιδί τους.
Οι τρεις πιο συνηθισμένες προσεγγίσεις στην προσπάθεια καθοδήγησης της συμπεριφοράς ενός παιδιού είναι: η αυστηρότητα, η επιείκεια και η συνεργασία.
Η αυστηρότητα είναι ίσως η πιο συνηθισμένη προσέγγιση όταν προσπαθούμε να κάνουμε ένα παιδί να πειθαρχήσει. Βασικά ο ενήλικος γονιός επιβάλλει τη θέλησή του στο παιδί. Για παράδειγμα επιμένετε ότι παιδί πρέπει να καθαρίσει το δωμάτιό του και το τιμωρείτε αν δεν το κάνει.
Κανείς όμως δεν δέχεται την επιβολή της θέλησης κάποιου άλλου και τα παιδιά δεν αποτελούν εξαίρεση. Κάποια παιδιά ίσως είναι πιο υπάκουα από άλλα, πάντως σίγουρα δεν είναι όλα τα παιδιά έτσι. Αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε αδιέξοδο, σε αντιδικία με τον έναν νικητή και τον άλλο ηττημένο, και τελικά οδηγεί σε ταπείνωση και θυμό.
Αν επιλέγετε τον αυταρχισμό ως βασικό τρόπο επικοινωνίας με τα παιδιά σας, διακινδυνεύετε την περαιτέρω εξέλιξή τους, ως μέλη μιας κοινωνίας και τη σχέση που θα αποκτήσουν με την εξουσία.
« Όταν συστηματικά προσπαθείτε να επιβάλλετε τη θέλησή σας στο παιδί, ακολουθείτε μια τακτική που δεν ευνοεί την ανάπτυξη ηθικών αρχών και πνεύματος συνεργασίας, ενώ εμποδίζει σημαντική τη δημιουργία μιας υγιούς σχέσης ανάμεσά σας», αναφέρει η ψυχοθεραπεύτρια Philippa Perry στο βιβλίο της « Το βιβλίο που θα ήθελες να είχαν διαβάσει οι γονείς σου ( και τα παιδιά σου θα σε ευγνωμονούν) , εκδόσεις διόπτρα.
Από την άλλη , η υπερβολική επιείκεια δείχνει ότι οι γονείς ποτέ δεν θέτουν πρότυπα ή εκφράζουν προσδοκίες στο παιδί τους. Ένα παιδί που δεν ξέρει τι περιμένουν οι γονείς του από αυτό ίσως νιώθει αποπροσανατολισμένο και ανασφαλές.