Ο απόλυτος βετεράνος του ελληνικού σινεμά και του θεάτρου μίλησε στον Δημήτρη Δανίκα: Ο μεγάλος εραστής Αλέκος Αλεξανδράκης, το «σιγανό ποταμάκι» Ντίνος Ηλιόπουλος και ο αθεράπευτος γυναικάς Φαίδωνας Γεωργίτσης
«Ωραίο το σκυλάκι σας»! Το πέταξε έτσι, ενώ κομψότατος και χυμώδης κορίτσαρος διέσχιζε το οπτικό του πεδίο. Κάτω από τη σκέπη, στον ανοιχτό χώρο του «Café Peros» της πλατείας Κολωνακίου. Και συνέχισε. Απτόητος. Από εκεί που είχε τελειώσει την πρώτη του φράσaη. Περί «θεάτρου» και «γυναικών».
«Ούτε ναρκωτικά, ούτε τζόγο, ούτε τσιγάρο», είπε και με απύθμενη αποστροφή συνέχισε: «Σβήσ’ το, πανάθεμά το».
Τι να κάνω… Το έσβησα. «Εκνευρισμένο σε βλέπω», του είπα. «Ποιος, εγώ εκνευρισμένος; Ποτέ των ποτών».
Ηταν 10 το πρωί. Ηταν το τρίτο ραντεβού μας. Με είχε στήσει στα δύο προηγούμενα. Κωστάρα Βουτσάρα, δεν πειράζει. Κωστάρας επειδή είναι η επιτομή του πιο κοτσανάτου ογδονταφεύγα που κυκλοφορεί σ’ αυτόν τον τόπο. Και Βουτσάρα για τον ίδιο λόγο. Ασε που παραπέμπει σε κάτι άλλο. Αδυνατώ να το προφέρω. Μου απαγορεύεται για ευνόητους λόγους. Βάλτε τη φαντασία σας να καλπάσει.
-Με εξωσωματική το τελευταίο σου παιδί;
Με κοίταξε σαν να του είχα σκοτώσει τον πατέρα.
«Τι σαχαλμάρες είναι αυτές;
Ο Φοίβος μου προέκυψε με κανονικές διαδικασίες». Δεν το είπε έτσι, αλλά κι αυτό μου απαγορεύεται να το γράψω.
-Πόσο είναι τώρα;
«Δύο και επτά μηνών. Τέλειος. Ενα όμορφο αγοράκι. Είμαι τρισευτυχισμένος».
Προηγουμένως είχε φροντίσει να οπλιστεί με απώλεια μνήμης. Επίτηδες. Ετσι πιστεύω. Αλλοτε θυμόταν τα πάντα, άλλοτε ξεχνούσε…
«Η μνήμη μου με εγκαταλείπει».
Και πρόσθεσε αμέσως:
«Εχω τρεις κόρες και τρεις εγγονούλες».
-Πληρέστατος θηλυκών. «Πληρέστατος και τρισευτυχισμένος».
-Και η γυναίκα σου πόσο είναι; «Πού να θυμάμαι τώρα…».
Μωρέ, θυμάται. Ετσι λέω εγώ.
«Ηταν πολλές οι γυναίκες, δεν τις έχω μετρήσει…»
-Πάντα λάτρης γυναικών (επίτηδες δεν είπα «γυναίκας»).
«Πολλών. Πάρα πολλών».
-Να πούμε, χίλιες;
«Σου είπα, δεν θυμάμαι. Δεν τις έχω μετρήσει. Η μνήμη μου με εγκαταλείπει. Ομως όλες τις έκανα πλούσιες όταν χωρίζαμε».
-Εκείνες ή εσύ έφευγες πρώτος;
«Εγώ. Χώριζα επειδή έβρισκα άλλη γυναίκα. Εφευγα και στην προηγούμενη άφηνα την περιουσία μου».
-Ποια περιουσία;
«Τι να σου λέω τώρα… Δύο σπίτια στη Μύκονο. Ενα σπίτι 300 τ.μ. με πισίνα. Δύο σπίτια στο Καβούρι. Και 120 πίνακες».
-Μπαγάσα, χαλάς την πιάτσα. Οταν λες πίνακες, τι ακριβώς εννοείς;
«Εννοώ πίνακες μεγάλης αξίας. Ελλήνων και ξένων υπογραφών».
-Σαν να λέμε Τσαρούχης;
«Και πίνακες με την υπογραφή Τσαρούχη».
Και εκεί, πριν ανοίξω το στόμα μου, άρχισε να αραδιάζει ονόματα. Των πιο σπουδαίων «γκομενιάρηδων» και «γυναικοκατακτητών». Δεν με πιστεύετε; Ρωτήστε τον…
«Ο Αλέκος Αλεξανδράκης ήταν ο μεγαλύτερος εραστής όλων. Πάνω απ’ όλους ο Αλέκος. Πού τον έβρισκες, σε κάποιο καμαρίνι να γ…» (σ.σ.: δεν λέω την απαγορευμένη λέξη, πάντως αρχίζει από «γ» και τελειώνει σε «ει»).
«Ο Αλέκος σπουδαίος. Φίλος και σεμνός».
-Και ο Ηλιόπουλος;
«Και αυτός».
-Κι όμως, δεν του φαινόταν…
«Τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι».
«Τότε οι γκέι ήταν κρυφοί, τώρα κρυβόμαστε εμείς οι στρέιτ»
Χωρίς πάλι να τον ρωτήσω ο Κωστάρας συνέχισε απτόητος:
«Εκείνη την εποχή οι γκομενιάρηδες ήταν φανεροί. Οι γκέι κρυφοί. Τώρα όλα έχουν αντιστραφεί. Οι αδερφές φανεροί, εμείς κρυφοί».
-Ποιοι ήταν γκέι;
«Δεν μπορώ να σου πω. Οσο και να με πιέσεις, δεν θα σου πω».
-Και ο Φαίδων Γεωργίτσης;
«Καλός ηθοποιός. Εκπληκτικό παιδί. Αλλά δυστυχώς έπαθε καρκίνο στον εγκέφαλο. Κάναμε παρέα. Τον αγαπούσα πολύ. Βγαίναμε συχνά μαζί με τις γυναίκες μας. Και αυτός μεγάλος, αθεράπευτος εραστής. Δύο φορές παντρεμένος. Την ημέρα που πέθανε έκλαιγα συνέχεια. Ολες οι γυναίκες τον αγαπούσαν. Αλλά εκείνος, όπως εγώ, ποτέ δεν εξέθεσε τις γυναίκες της ζωής του. Και μη με ρωτήσεις. Δεν θυμάμαι ονόματα γυναικών».
-Θα σε ρωτήσω για περιστατικά.
«Πάντα είχαμε διάθεση για γυναίκες. Θέατρο και γυναίκες. Ημασταν κυνηγοί. Με αξιοπρέπεια. Αν μια γυναίκα δεν υπέκυπτε, της έστελνα λουλούδια και άλλα δώρα».
-Τζέντλεμαν.
«Ακριβώς».
-Ολοι αξιοπρεπείς κυνηγοί;
«Ολοι».
-Οπως;
«Ηλιόπουλος, Φωτόπουλος, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος».
-Κοίτα να δεις, φίλε μου. Κυνηγός ο ηθοποιός που πάντα έπαιζε τον οικογενειάρχη και τον πατέρα.
«Και ο Αυλωνίτης μεγάλος ∈ραστής. Τίποτα δεν άφηνε να πέσει χάμω. Δεν καθόταν φρόνιμα. Και ο Γιώργος Κωνσταντίνου. Και αυτός ∈ραστής με αξιοπρέπεια. Χωρίς να εκθέτει γυναίκες. Εγώ ποτέ».
Οι σύζυγοι, οι κόρες
-Και η πρώτη σύζυγος;
«Η Ερρικα Μπρόγιερ. Ετσι ήρθε στον κόσμο η Σάντρα μας».
-Και η δεύτερη;
«Η Θεανώ Παπασπύρου. Της γνωστής οικογένειας ζαχαροπλαστικής. Με τη Θεανώ αποκτήσαμε δύο κόρες: τη Θεοδώρα και τη Νικολέτα. Η Θεοδώρα ήθελε να γίνει ηθοποιός. Και τότε εγώ τη συμβούλευσα να αλλάξει το όνομά της, να διώξει το “Βουτσάς”».
-Μα ήταν το καλύτερο διαβατήριο και το καλύτερο πασπαρτού.
«Αυτό ακριβώς. Ξέρεις εσύ κάποιον γόνο σπουδαίας κινηματογραφικής και θεατρικής οικογένειας που να έκανε μεγάλη καριέρα, ισοδύναμη με την αντίστοιχη των γονιών του; Θα μου πεις, ο Μάικλ Ντάγκλας. Και εκείνος λίγο πιο κάτω από τον πατέρα του Κερκ Ντάγκλας».
-Ο Μάικλ φανατικός εραστής. Νομίζω ότι δημοσίως είχε αποκαλύψει τον αριθμό των κατακτήσεών του. Κάτι σαν 10.000. Μην ξεχνάς ότι η τελευταία του σύζυγος, η Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, ένα τέταρτο του αιώνα μικρότερή του, τον ανάγκασε να υπογράψει προγαμιαίο συμβόλαιο με πανάκριβη ρήτρα απιστίας.
«Μπράβο το παλικάρι. Τι συμβαίνει με τα παιδιά γνωστών καλλιτεχνών; Οι πόρτες ανοίγουν, οι σκηνοθέτες λένε: ‘‘Α, είσαι του Βουτσά, υπέροχος ο πατέρας σου’’, ας πούμε. Και ύστερα τίποτα. Ετσι η Θεοδώρα έφυγε, πήγε Ολλανδία, έκανε καριέρα με δύο δικούς της θιάσους και έχει παίξει σε δύο αμερικανικές ταινίες».
«Δεν μου άρεσε να το παίζω βεντέτα»
-Απομακρυνθήκαμε από τον Γεωργίτση.
«Μα, σου είπα. Γκομενιάρης. Πηγαίναμε τσάρκες, τρώγαμε μαζί, διασκεδάζαμε. Υπέροχος. Οι θαυμάστριες χτυπούσαν την πόρτα και μπαίνανε στα καμαρίνια».
-Και μετά, και μετά;
«Δεν θυμάμαι. Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι όλες οι θαυμάστριες αλλά και οι θαυμαστές ήθελαν να βγάλουν φωτογραφίες. Εμείς το κάναμε. Βγάζαμε φωτογραφίες. Μερικοί το απέφευγαν».
-Ποιοι;
«Δεν σου λέω ούτε για αστείο».
-Πες μου στο αυτί και εγώ δεν θα το γράψω!
«Κι αν το γράψεις; Οχι, δεν σε πιστεύω».
-Ολα εύκολα;
«Οχι, ήταν δύσκολα. Την ώρα του γυρίσματος ήμασταν όλοι σοβαροί. Εγώ όμως είχα το δικό μου, μικρό κοινό. Αν άκουγα τους τεχνικούς να γελάνε στη διάρκεια του γυρίσματος, τότε καταλάβαινα ότι η σκηνή βγάζει γέλιο. Οι τεχνικοί ήταν το πρώτο μου κοινό. Το πρώτο τεστ».
-Θα έλεγες ότι καλύτερος ρόλος του Γεωργίτση ήταν ο τελευταίος του στην ταινία «Ο γιος του Τσάρλυ»;
«Εξαιρετικός. Είναι ταινία του Κάρολου Ζωναρά. Είχα παίξει κι εγώ».
-Σε θυμάμαι. Από τους λίγους ρόλους που παίζεις τον σοβαρό. Οπως στις αποστασιοποιημένες κωμωδίες του Βασίλη Βαφέα.
«Και ο Βασίλης εξαιρετικός σκηνοθέτης. Ετσι είναι. Δεν μου άρεσε να το παίζω βεντέτα. Ηθελα να είμαι όπως ο ταξιτζής. Οπως κάθε καθημερινός άνθρωπος».
«Σα δεν ντρέπεσαι να ψηφίζεις ΚΚΕ!»
Στο μεταξύ, κάθε περαστικός με χαμόγελο και με απλωμένο το χέρι σταματούσε στο τραπέζι μας, έλεγε «Να σε χαιρόμαστε, πάντα υγιής, να φτάσεις τα 105» και ο Κωστάρας απαντούσε με ένα «Μακάρι».
«Οταν έκανα θίασο, 45 χρόνια θιασάρχης, μάζευα όλους τους συναδέλφους και τους έλεγα: Εδώ είμαστε ‘‘εμείς’’, όχι το ‘‘εγώ”. Οποιος ήταν κολλημένος στο “εγώ” έφευγε».
-Γι’ αυτό είσαι ΚΚΕ;
Και γι’ αυτό; «Δεν είμαι ενεργό μέλος. Αλλά πάντα ψηφίζω ΚΚΕ. Από τον πατέρα μου. Θυμάμαι παλιά, στη Γλυφάδα σε εκλογικό κέντρο, όταν μια γυναίκα άρχισε να με βρίζει και να μου λέει ‘‘Σα δεν ντρέπεσαι να ψηφίζεις ΚΚΕ, να χαθείς!’’».
-Και ο Τσίπρας;
«Ολοι είναι υπάλληλοι της Μέρκελ, του Τραμπ, των πολυεθνικών. Αν ο Τσίπρας έδωσε το όνομα “Βόρεια Μακεδονία” και πήρε καλά ανταλλάγματα για τη χώρα, τότε καλώς. Αλλιώτικα, κακώς. Ολοι είναι υπάκουοι. Κουμάντο κάνουν οι Αμερικανοί, οι Γερμανοί, τα μονοπώλια. Αρχηγοί όλων είναι οι Ισραηλινοί».
-Ακούγεται αντισημιτικό.
«Οχι, δεν είμαι. Καθόλου μάλιστα. Είναι καλός, δυνατός λαός. Δεν είμαι αντισημίτης. Είναι λαός με δυναμισμό».
-Βλέπεις καλύτερες μέρες;
«Εξαρτάται από τις εντολές που θα πάρει κάθε κυβέρνηση. Η Ελλάδα ράγισε με τον Μπερίσα όταν έβγαλε από τις φυλακές τα αποβράσματα της κοινωνίας. Πριν μπουν οι ξένοι στην Ελλάδα ο τόπος ήταν αγνός. Το ίδιο και στο σινεμά, στο θέατρο, στην τέχνη γενικότερα. Εκείνη την εποχή η δουλειά μας ήταν αγνή. Τώρα γίνονται δεκαέξι ληστείες την ημέρα, μερικοί φόνοι και αρκετοί βιασμοί παιδιών».
-Και από ηθοποιούς;
«Α, σήμερα υπάρχουν πολλοί καλοί νέοι ηθοποιοί. Μερικοί είναι εξαιρετικοί. Αλλά τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Από τη δυσκολία και τον ανήφορο προκύπτει η κορυφή. Ετσι, μέσα από τις δυσκολίες διαμορφώνονται τα σημερινά ταλέντα».
-Ο,τι δεν σε σκοτώνει σε δυναμώνει…
«Η Μάρθα (Καραγιάννη) ωραία γκόμενα, μα δεν είχα ποτέ κάτι μαζί της»
Επειδή το κλίμα είχε κάπως βαρύνει, το γύρισα κατά μεριά Αλίκης Βουγιουκλάκη
«Η Αλίκη δεν ήταν βεντέτα. Χωρίς ψευτιές. Μεγάλο αστέρι. Πολύ καλή συνάδελφος. Βοηθούσε τους νέους. Τους συμβούλευε ακόμα και για το ντύσιμό τους, για τη συμπεριφορά τους. Πλάσμα γοητευτικό. Με καλή ψυχή».
-Και ο Μπάρκουλης;
«Μεγάλος γκόμενος και αυτός. Είχαμε δύο αδερφές. Εγώ με τη Στέλλα, εκείνος με την Αλέκα Στρατηγού. Οικογενειακοί γαμπροί».
-Και η Μάρθα Καραγιάννη; Γκομενάρα, ε;
«Αν ήταν λέει. Ωραία γκόμενα. Ποτέ όμως δεν είχα κάτι μαζί της. Μόνο φίλοι. Πάντα θα είμαστε φίλοι».
-Να σε πιστέψω;
«Μόνο φίλοι».
-Υπάρχει φιλία ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες;
«Φυσικά υπάρχει. Εχω γυναίκες φίλες».
Ηταν η στιγμή να μιλήσει, να εκφραστεί με θαυμασμό για τη γυναίκα του, την Αλίκη Κατσαβού.
«Για μένα η Αλίκη είναι η ιδανική γυναίκα. Φαντάσου ότι κουμαντάρει και διαχειρίζεται τρεις παιδικούς θιάσους. Υπέροχο πλάσμα. Την ευγνωμονώ».
-Κάτι ύποπτο υπάρχει εδώ. Ολα καλά, αγνά και άγια τα βρίσκεις. Τίποτα το μεμπτό, το δυσάρεστο, το άσχημο; Τίποτα; Σαν να ήσουν σε επίγειο παράδεισο.
«Μα σου είπα. Εγώ έτσι τα βίωσα. Συνεργάστηκα με αξιοπρεπείς συναδέλφους. Οπως ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Υπάρχουν όμως και οι βεντέτες».
-Ποιοι είναι αυτοί;
«Α, δεν σου λέω. Οσο και να με πιέσεις».
-Εννοείς από τους χτεσινούς, τους σημερινούς;
«Δεν σου λέω».
-Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ας πούμε;
«Δεν λέω».
-Η Μακρυπούλια;
«Ωραία γκόμενα!… Δεν θα σου πω, ό,τι και να κάνεις. Εγώ πάντως είμαι ευτυχισμένος με τη γυναίκα μου. Η Αλίκη Κατσαβού είναι η ζωή μου».
Αυτό σου έλειπε να μην είναι, είπα από μέσα μου.
«Μα θα τα γράψεις όλα αυτά;
Είμαι σίγουρος πως θα βάλεις τα μισά».
-Θα πέσεις έξω. Ολα θα τα βάλω. Και τώρα τι κάνεις;
«Τώρα; Πολλά. Πρόβες για το έργο του Κώστα Παπαπέτρου “Ρωμαίος και Ιουλιέτα ετών 80” που το ανεβάζουμε στο Θέατρο Λαμπέτη. Εγώ φυσικά θα παίξω τον Ρωμαίο. Οι παραστάσεις κάθε Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη. Και τις υπόλοιπες ημέρες θα παίζουμε γαλλικό μπουλβάρ».
-Ποιο;
«Δεν θυμάμαι τον τίτλο».
-Μπαγάσα, θαυμάζω τις αντοχές σου.
«Δεν τελείωσα. Ταυτόχρονα θα παίζω σε παιδικό θίασο της γυναίκας μου στο δικό της έργο “Ενας στρογυλοκέφαλος στη χώρα των μυτεροκέφαλων”».
-Ποιο; «Κουφός είσαι;».
-Και ποια η συνταγή του Κώστα Βουτσά;
«Δεν υπάρχει συνταγή. Μόνο εκ πείρας, από τα δικά μου βιώματα μπορώ να μιλήσω. Δηλαδή γ… (σ.σ.: απαγορευμένη λέξη που τελειώνει σε «με») και δουλεύουμε».
-Αισθάνεσαι πως αν σταματήσεις να δουλεύεις και να γ… θα εγκαταλείψεις;
«Στην καλύτερη περίπτωση στο Δρομοκαΐτειο θα καταλήξεις».
-Εργασία και σ∈ξ η καλύτερη ψυχοθεραπεία!
«Πες το κι έτσι».
-Και οι νεότεροι;
«Θα σου εξηγήσω. Ας πούμε ότι είσαι νέος και ταλαντούχος. Ας πούμε ότι παίζεις σε μια επιτυχία. Θεατρική ή κινηματογραφική. Τότε τι συμβαίνει;»
-Πώς να ξέρω…
«Τότε πέφτουν όλοι πάνω σου. Ολοι με προσφορές. Να παίξεις παντού. Από τη μία στιγμή στην άλλη από ανώνυμος γίνεσαι θεός. Εκείνη η στιγμή είναι η πιο κρίσιμη της πορείας σου. Της καριέρας σου. Της ζωής σου. Αν πεις σε όλους “ναι’’, θα καταστραφείς. Αν πεις ‘‘όχι’’, θα διασωθείς και θα λάμψεις. Με τα “όχι” γίνεται η καριέρα. Ποτέ με τα “ναι’’. Εγώ με τα “όχι” πορεύτηκα. Ολες οι ταινίες μου ήταν καλές. Ολες. Και αυτό χάριν της Φίνος Φιλμ».
-Με αυτή την ατάκα έκανε φινάλε. Επεσε η αυλαία.
«Το ξέρω. Τι άλλο να πούμε!»
Αντε γεια. Και πού ’σαι, Κωστάρα… Πάντα με καλές παραστάσεις και με γ… τρελά. Και άσε τους κακούς και τους μοχθηρούς να λένε!