Γυρνάω τον χρόνο πίσω σ’ εκείνο το πρωινό. Σαν να ήταν χθες.
Πρώτο μάθημα Έκθεση.
Θυμάμαι τη μαμά μου. Ένα – να μοιάζει ψύχραιμο – φιλί, μια αγκαλιά, η πόρτα να κλείνει πίσω μου κι εγώ να νιώθω ότι βρέθηκα μεσοπέλαγα ναυαγός σε ξύλινη σχεδία. Ολομόναχη εγώ κι ο εαυτός μου. Ήρθε η ώρα της αναμέτρησης με όσα διάβασα, με όσα σκέφτηκα, με τα ξενύχτια μου, με εκατοντάδες ή μάλλον με χιλιάδες ασκήσεις. Οι αντιστάσεις να μπερδεύονται με τα πηνία και η μονοτονία των συναρτήσεων να προσπαθεί να ξεδιαλύνει τα ηλεκτρολυτικά διαλύματα. Και να πρέπει να γράψω και Έκθεση!
Δε νιώθω έτοιμη. Θα ήθελα ακόμη μια εβδομάδα.
Περνάω την καγκελένια πόρτα του σχολείου κι έπειτα την ξύλινη της τάξης. Όλα μου φαίνονται μουντά και κάπως σαν σε όνειρο. Αισθάνομαι ένα βάρος.
Κι αν δεν γράψω καλά; Τι θα πουν οι δικοί μου; Τι θα πουν οι καθηγητές μου; Τόσο διάβασμα! Όλη μου η ζωή να κρίνεται σε δύο ώρες. Το μέλλον μου!
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βουτάω. Σηκώνω το κεφάλι μου και το πρώτο πράγμα που αντικρίζω είναι τα κάγκελα του σχολείου. Τα μετράω ένα ένα.
Σήμερα την ώρα που περίμενα έξω από την καγκελένια πόρτα του δημοτικού για να πάρω τον γιο μου, το βλέμμα μου χάθηκε στα κάγκελα του σχολείου και η ανάσα μου έγινε πιο γρήγορη. Σαν να…
Εκείνη τη στιγμή τα μάτια μου συνάντησαν τα μάτια του γιου μου. Το βλέμμα του έψαχνε το βλέμμα μου και δεν ήταν χαμογελαστό.
«Έγραψα τα φύλλα με ένα λάμδα. Χάλια!»
Ο γιος μου τελειώνει την πρώτη δημοτικού. Μέσα στην τοσοδούλικη απογοήτευσή του είδα να καθρεφτίζονται όλα τα μελλοντικά του άγχη.
Κι αν δεν γράψω καλά; Τι θα πουν οι δικοί μου; Τι θα πουν οι καθηγητές μου; Τόσο διάβασμα! Όλη μου η ζωή να κρίνεται σε δύο ώρες. Το μέλλον μου!
Και θέλω να φωνάξω…
Μην ψάχνεις το δικό μου βλέμμα παιδί μου. Αυτό είναι δικό σου ταξίδι, όχι δικό μου. Να διαβάζεις για σένα παιδί μου. Όχι για μένα. Να κάνεις λάθη για να μπορείς να τα διορθώνεις. Δεν υπάρχει πιο χρήσιμο εργαλείο από τα λάθη.
Αρκούμαι σε μια αγκαλιά και σε ένα μεγάλο χαμόγελο.
Δεν πειράζει αγόρι μου. Πες μου πώς πέρασες τη μέρα σου! Τι παιχνίδι παίξατε σήμερα;
Περνάω για άλλη μια φορά την καγκελένια πόρτα του σχολείου χωρίς να δώσω καμία σημασία στα κάγκελα. Στέκομαι μπροστά στο παράθυρο όπου είναι τοιχοκολλημένα τα αποτελέσματα. Τμήμα Χημείας. Θεσσαλονίκη. Τα πόδια μου τρέμουν.
Κι έπειτα..
Κι άλλες αγωνίες. Κι άλλα ξενύχτια. Κι άλλα πτυχία.
Αν με ρωτήσεις σήμερα θα σου πω ότι τελικά τίποτα δε κρίθηκε σε εκείνες τις δύο ώρες. Στη δική μου ζωή. Πόσο μάλλον στις ζωές όλων των υπολοίπων που σαν βαρίδιο κουβάλησα μαζί μου τη μέρα που έγραφα Πανελλήνιες. Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν με πίεσε και δεν με άγχωσε ποτέ κανένας για να «περάσω». Αλλά είναι τέτοιο το κλίμα στο σχολείο και στην κοινωνία, τουλάχιστον μέσα στην ελληνική πραγματικότητα, που σε κάνει να νομίζεις ότι μαζί με το μηχανογραφικό καταθέτεις και το ποιόν σου.
Οι γνώσεις που θα αποκτήσεις, η προσπάθειά σου, το πείσμα σου, η εργατικότητά σου, το μεράκι σου πάνω σε αυτό που κάνεις καλά, ο τρόπος με τον οποίο συνεργάζεσαι και πάνω απ’ όλα η ποιότητα του χαρακτήρα σου…ναι. Αυτά θα κρίνουν το μέλλον σου. Όχι ο βαθμός σου στις εξετάσεις. Όχι το πτυχίο σου.
Να διαβάζεις για σένα λοιπόν. Να προσπαθείς για σένα. Για τον εαυτό σου, όχι για μένα. Εμένα δε χρειάζεται να μου αποδείξεις ποτέ τίποτα επειδή ξέρω ποιος είσαι. Σε κανέναν δε χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα. Και στο λέω τώρα που είναι νωρίς. Θα στο λέω κάθε μέρα όσο χρονών κι αν γίνεις. Όσες καγκελένιες πόρτες κι αν περάσεις. Κι αν θες τη γνώμη μου μην τα μετρήσεις ποτέ τα κάγκελα. Κοίτα πέρα από αυτά.