Μέσα από το πρώτο βιβλίο του μας συστήνει το συγγραφικό ταλέντο του ο Μάρκος Λεζές.
Ο αγαπητός ηθοποιός περιγράφει το πώς αποφάσισε να το εκδώσει, καθώς το είχε χρόνια στο συρτάρι του γραφείου του, όπως και πολλά άλλα, ενώ μας αποκαλύπτει την πραγματική ιστορία που καταγράφει. Ιστορία μιας προσωπικής φίλης του, η οποία είναι πλέον ο φύλακας-άγγελός του, αφού ενώ είχε φύγει από τη ζωή, τον «προειδοποίησε» για το πρόβλημα υγείας που είχε και εκείνος δεν το γνώριζε.
-Αυτή τη φορά μας συστήνεσαι μ’ ένα διαφορετικό ρόλο, εκείνο του συγγραφέα.
«Δεν είναι μόνο αυτό το βιβλίο, έχω γράψει κι άλλα, τα οποία δεν γνωρίζετε ακόμα, θα βγουν εν καιρώ. Το πρώτο βιβλίο μου έχει τίτλο «Η Μαρία των αγγέλων», από τις εκδόσεις «Ζενίθ». Πρόκειται για μια ιστορία πραγματική, με αληθινά γεγονότα. Η ηρωίδα υπήρξε φίλη μου. Πρόκειται για μια κοπέλα την οποία γνώρισα κι έχω βιώσει τα όσα πέρασε από την αρχή της γνωριμίας μας. Δούλευε στο θέατρο σαν ταξιθέτρια, σαν ταμίας, τη γνώριζαν όλοι».
– Ποια είναι η ιστορία αυτής της κοπέλας;
«Ταλαιπωρήθηκε από μικρό παιδί. Σε ηλικία 6 ετών πέθανε ο πατέρας της, η μάνα της βρισκόταν σε άλλο πλανήτη, όπως και ο αδελφός της. Την αγκαλιάσαμε όλοι οι φίλοι, μαζί με το γέροντα, τον πνευματικό μας, τη βάλαμε σ’ ένα σωστό δρόμο, αγόρασε σπίτι, αυτοκίνητο και ζούσε μια όμορφη ζωή. Είχε περάσει πάρα πολλά.
Στην αρρώστια της της συμπαρασταθήκαμε όλοι οι φίλοι, η οικογένεια της απουσίαζε, δεν ενδιαφέρθηκε. Δεν την ήθελαν από μικρή. Είχε βιαστεί από τον πατριό της κι έπειτα από τον αδελφό της. Τη συνάντησα στο θέατρο, που ήταν ταξιθέτρια, και την παρακίνησα να γνωρίσει το γέροντα, την έβαλα στο δρόμο του θεού. Μετά αρρώστησε από καρκίνο…».
-Τι ήταν εκείνο που σ’ έκανε να μοιραστείς τώρα με το κοινό την ιστορία της της κοπέλας;
«Κάθε φορά τη μνημονεύουμε όλοι οι φίλοι και σκέφτηκα ότι για την ψυχούλα της θα έπρεπε να γράψουμε τι τράβηξε αυτή η κοπέλα. Η Μαρία είχε ένα σύντροφο, τον Νεκτάριο, που ήταν μουσικός και ζούσαν μαζί. Ο Νεκτάριος μετά το θάνατο της Μαρίας χάθηκε, δεν τον ξαναείδαμε ποτέ, συγκεκριμένα, μετά την εκταφή της.
Η Μαρία ήθελε να γίνει μοναχή, αλλά δεν πρόλαβε, θα την ονόμαζαν Νεκταρία, από την αγάπη της για τον άγιο Νεκτάριο, είχε ταχθεί, θέλησα να γράψω το βιβλίο αυτό, γιατί έχει χαθεί ο Νεκτάριος και κάπου μπορεί να βρεθεί να το διαβάσει και να επικοινωνήσει μαζί μου. Το σπίτι που είχαν αγοράσει μαζί εκείνος δεν το αποδέχθηκε ως κληρονομιά, για να το πάρει ο αδελφός της με τη μάνα της. Δεν το αποδέχτηκε κανένας τελικά και υπάρχει ακόμα. Ο Νεκτάριος έδωσε όλα τα έπιπλα και τα σκεύη σε μοναστήρια και σε φτωχούς».
– Τι σ’ έκανε να δώσεις προτεραιότητα στο πρόσωπο αυτό, σ’ αυτό το βιβλίο, και όχι σε κάποιο άλλο από εκείνα που έχεις γράψει;
«Προηγείτο, γιατί είναι ένα πρόσωπο που μ’ έχει σημαδέψει. Παρότι είχε φύγει από τη ζωή, με «προειδοποίησε» για την περιπέτεια υγείας που πέρασα και με βοήθησε να την ξεπεράσω, ως φύλακας άγγελός μου. Την προστασία που της παρείχα τότε μου την «επέστρεψε» απλόχερα, όταν ανέβηκε στα ουράνια. Πριν «φύγει» πήγα να βρω τη μάνα και τον αδελφό της για να τους ενώσω, αλλά δεν ήθελαν να τη δουν, ακόμα και τότε που ήταν άρρωστη. Μόνο στην κηδεία της ήρθαν, πουθενά αλλού, ποτέ.
Δεν εμφανίστηκαν ποτέ σε μνημόσυνο, ούτε ένα λουλούδι της άφησαν. Η κοπέλα «έφυγε» 39 ετών, πριν από περίπου 6 χρόνια. Το βιβλίο πονάει. Όταν το τελείωσα, δεν ήξερα πώς το έγραψα, πονούσα γιατί έζησα τις καταστάσεις. Όταν έγινε η εκταφή της την πήραμε με τον Νεκτάριο και την πήγαμε στο μοναστήρι της Παναγίας των Αιμυαλών, στη Δημητσάνα, εκεί είναι, έκτοτε χάθηκε ο Νεκτάριος. Τόσα χρόνια μεγάλωσα με το ζευγάρι αυτό».
-Γιατί δεν προσπάθησες να πείσεις τη φίλη σου να κινηθεί νομικά τότε;
«Θα αναιρούσαν τα πάντα, διότι ο πατριός της είχε πεθάνει, ο γιο είχε κάνει δική του οικογένεια, η μάνα θα έλεγε ψέματα. Το βιβλίο είναι 250 σελίδες που καταγράφουν 20 χρόνια φιλίας. Τραγικές καταστάσεις. Η Μαρία απέκτησε αγιοσύνη μετά…».
-Τι εννοείς;
«Όταν έφυγε από τη ζωή, μετά έγινε κάτι περίεργο.
– Τι συνέβη;
«Όταν ξεκινήσαμε με τον Νεκτάριο να πάμε να αφήσουμε το κασελάκι με τα οστά στο γέροντα, στο μοναστήρι, γινόταν χαμός από βροχή. Είχαμε πάρει το οστεοφυλάκιο στα χέρια, που ήταν και μεγάλο, όταν ανοίξαμε την πόρτα, μας είδε ο γέροντας και μας είπε: «Με τη βροχή αυτή, πως δεν βραχήκατε;». Εκεί καταλάβαμε ότι κάτι είχε συμβεί, αφού δεν είχαμε βραχεί, ούτε το οστεοφυλάκιο με τη φωτογραφία της επάνω. Ο γέροντας είπε: «Κατάλαβα, η Μαρία είναι στη μέση». Πήρε το οστεοφυλάκιο και την έβαλε μαζί με τους άλλους γέροντες. Αντιμετώπισα πρόβλημα υγείας και το βρήκα κι έγινα καλά, χάρη στη Μαρία.
– Τι εννοείς;
«Μια φίλη μας έβλεπε στον ύπνο της τρία βράδια συνέχεια τη Μαρία και της έλεγε: «Πες του Μάρκου να προσέχει».
– Γνώριζες ότι είχες πρόβλημα με την υγεία σου τότε;
«Όχι, αλλά πήγα κι έκανα εξετάσεις μετά από αυτό και βρήκα ότι είχα πρόβλημα. Ως εκείνη τη στιγμή δεν είχα τίποτα, αλλά είπα να κάνω εξετάσει για να δω τι γίνεται, έτσι βρήκα ότι είχα πρόβλημα. Μάλιστα, τότε, ήμουν σε περιοδεία με το θέατρο. Το βιβλίο δεν είχα σκοπό να το εκδώσω, είχαν περάσει τόσα χρόνια κι έτσι το έδωσα στους φίλους μας να το διαβάσουν, για να βρίσκεται.
Τώρα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Είπα στο συνεργάτη μου, Νάσο Ρόγκα, για το βιβλίο αυτό, πίνοντας καφέ μια μέρα, κι εκείνος το πήρε χωρίς να με ρωτήσει, το πήγε σε 4 εκδοτικούς οίκους. Στις τρεις πρώτες ημέρες μου απάντησαν από τον εκδοτικό οίκο «Ζενίθ» και συμφωνήσαμε αμέσως», λέει στο ΛΟΙΠΟΝ.