Η συγκινητική ανάρτηση στο instagram και το εξομολογητικό της κείμενο για τα αναπάντεχα δύσκολα νέα δεδομένα στα χρόνια του κορονοϊού
«Παίρνω τηλέφωνο τον μπαμπά μου. Είναι σχεδόν 83. “Φοβάμαι του λέω”. “Να μη φοβάσαι κοριτσάκι μου”, μου λέει, “Εδώ είμαι εγώ. Όλα θα πάνε καλά”. Είμαι σχεδόν 48»: έτσι σχολιάζει στην ανάρτησή της στο instagram η Κατερίνα Γκαγκάκη, δημοσιεύοντας μια φωτογραφία που κρατά το χέρι του μπαμπά της.
Με τις ίδιες φράσεις κλείνει και το κείμενό της, με τίτλο «Θυμώνω και φοβάμαι, σαν παιδί. Είναι κακό αυτό;» στο blog της στο queen.gr.plus, όπου εκθέτει τους φόβους, τις ενοχές, τις ανασφάλειες, το θυμό και τα ξεσπάσματά της, απέναντι στα νέα δεδομένα ζωής που της έχει επιβάλλει η πανδημία του κορονοϊού.
Με ξεχωριστή ευαισθησία αναφέρεται στον μπαμπά της, γράφοντας μεταξύ άλλων: Θυμώνω που φαντάζομαι το μέχρι πρότινος πραγματικό στήριγμα της ζωής μου, μέχρι πριν 3- 4 χρόνια και σε πρακτικό επίπεδο, τα τελευταία κυρίως σε ψυχικό, συναισθηματικό, αυτοπροσδορισμού, τον άνθρωπο που ήταν σειρά μου και υποχρέωσή μου να του δώσω όση περισσότερη δύναμη και ανάσα μπορούσα, να κάθεται μόνος σπίτι του, φοβισμένος και ζαρωμένος και να περιμένει. Όχι να περάσει, όχι. Να τελειώσει.
Κι εγώ που τουλάχιστον για 44-45 χρόνια απευθυνόμουν εκεί χωρίς καμία αυτοσυγκράτηση και ζητούσα, ακουμπούσα, απαιτούσα, έπαιρνα και απολάμβανα σε σημείο συχνά κακομαθημένης απρέπειας -ακόμα και αμετροέπειας-, να στέκομαι σήμερα παγωμένη μπροστά σ΄ ένα τηλέφωνο χωρίς να ξέρω πώς να μεταφέρω ανακούφιση μέσα από το «τι κάνεις σήμερα, μην ανησυχείς, μη φοβάσαι».
Και σκίζομαι κομμάτια που μπαίνω για δευτερόλεπτα στην ψυχή, στις αντοχές ενός ανθρώπου που έχοντας δώσει ό,τι ήταν ανθρωπίνως -και όχι μόνο- δυνατό, κάθεται σ’ έναν καναπέ και βομβαρδίζεται τηλεοπτικά από την απόλυτη βεβαιότητα ότι το λίγο που του έχει απομείνει του το απομυζούν, η απόλυτη απομόνωση και εκείνη η μπάρα στα γραφήματα που ανεβαίνει συνεχώς και στη βάση γράφει «ευπαθείς ομάδες».