Με ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο αφιερωμένο στη μάνα που κάνει παιδιά αγωνιστές, ο περιφερειάρχης Αττικής και συγγραφέας Γιώργος Πατούλης για πρώτη φορά αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής του, συστήνοντας στο αναγνωστικό κοινό με έναν άκρως ευρηματικό και πρωτότυπο τρόπο τη μητέρα του, την «κυρία Πόπη» της ζωής του, όπως συχνά την αποκαλεί στις σελίδες του «Τίποτα δεν ήταν εύκολο», που θα κυκλοφορήσει στις 14 Μαΐου.
Τη γυναίκα που παρά τις δυσκολίες της ζωής κατάφερε μόνη της με μοναδικό όπλο στις αποσκευές της την τέχνη της στους γάμους και στις βαπτίσεις να μεγαλώσει και να σπουδάσει τα δυο της αγόρια Γιάννη και Γιώργο, για τα οποία ήταν υπερήφανη μέχρι και τις 14 Οκτωβρίου του 2020 που έκλεισε για πάντα τα μάτια της.
Στις σελίδες του βιβλίου, αποσπάσματα του οποίου πρώτο δημοσιεύει το protothema.gr, με τίτλο «Τίποτα δεν ήταν εύκολο – Η ηρωίδα μάνα μου» ο Γιώργος Πατούλης ξεκινά χρονικά την αφήγηση του από τα Χανιά του 1932, όπου γεννήθηκε η μητέρα του Πόπη, το δεύτερο παιδί από τα τέσσερα του Γιώργου και της Κατερίνας Κατελάνου.
Αναφέρεται στον ξαφνικό θάνατο του παππού του το 1945, που αποτέλεσε πλήγμα για την οικογένεια, καθώς η μητέρα του για λόγους επιβίωσης θα αναγκαστεί να βγει στη δουλειά σε ηλικία μόλις 13 ετών, όπου θα εργαστεί σε κατάστημα ειδών γάμου στα Χανιά, επάγγελμα που ποτέ δεν θα εγκαταλείψει.
Ακόμα και όταν η γιαγιά πήρε την απόφαση να φύγει με τα παιδιά της από τα Χανιά με προορισμό τον Πειραιά, η Πόπη Κατελάνου θα καταφέρει να εξελιχθεί στο επάγγελμα αυτό, καθώς με τη βοήθεια του συζύγου της και πατέρα των παιδιών της θα ανοίξει το 1956 τη δική τους επιχείρηση, αργότερα εργοστάσιο, με έδρα το Μοσχάτο. Επαγγελματικά το ζευγάρι θα ζήσει μεγάλες στιγμές, προσωπικά όμως τα προβλήματα έτρωγαν σαν σαράκι την ευτυχία τους, μέχρι τη στιγμή που χώρισαν οριστικά.
«Πρωτοπόρος η κυρία Πόπη για την εποχή της, αλλά και με αυτοσεβασμό και πίστη στις δυνάμεις της, αποφάσισε να διακόψει τη σχέση με τον πατέρα μου για να απαλλάξει τα παιδιά της από το δυσάρεστο και τραυματικό κλίμα των καβγάδων στο σπίτι, όπως μας διηγούνταν πολλά χρόνια μετά, όταν ήμασταν ενήλικες… Μετακομίσαμε, λοιπόν, στα Καμίνια, σε ένα μικρό σπίτι, που το χρησιμοποίησε και ως εργαστήριο για να φτιάχνει τεχνητά λουλούδια. Αυτό έγινε το 1964. Ο αδερφός μου ήταν τότε περίπου επτά ετών και εγώ περίπου δυόμισι ετών».
Ο πατέρας του Γιώργου Πατούλη όχι μόνο δεν συγχώρεσε ποτέ τη σύζυγό του για την εγκατάλειψη, αλλά κατάφερε στα δικαστήρια να κερδίσει την επιμέλεια των παιδιών του.
«Ο πατέρας μου κατάφερε να πάρει την κηδεμονία των δύο παιδιών, ωστόσο δεν μπορούσε να μας φροντίσει μόνος του. Ετσι μας έβαλε εσωτερικούς στον Ασημακόπουλο, ένα οικοτροφείο-σχολή στο Καστρί. Οι συνθήκες ήταν δύσκολες εκεί. Ηταν πολύ απρόσωπα και δυσάρεστα. Γκρίζο και στενάχωρο περιβάλλον, καταθλιπτικό. Δεν έλειπαν και τα φαινόμενα βίας – και το ξύλο από τους δασκάλους. Δεν ξεχνιούνται, αλήθεια, εύκολα οι εικόνες αυτές».
Τα δυο αδέλφια θα αναγκαστούν, μέχρι ο πατέρας τους να αποφασίσει να τα επιστρέψει και πάλι στην αγκαλιά της μητέρα τους, να ζήσουν στο οικοτροφείο-σχολή για τέσσερα ολόκληρα χρόνια με την «κυρία Πόπη» να μπορεί να τα επισκέπτεται μία φορά τον μήνα, όπως όριζε η δικαστική απόφαση.
«Ηταν η τρίτη φορά μέσα σε λίγα χρόνια που αλλάζαμε περιβάλλον, και βρισκόμασταν και οι δυο μας, ο Γιάννης και εγώ, σε ευάλωτες για την παιδική ανάπτυξη ηλικίες. Επιπλέον, ήμασταν και στόχος για σχόλια, ως παιδιά “χωρισμένης” μητέρας. Ετσι μας αποκαλούσαν, αυτά ακούγαμε στο κεντρικό ψιλικατζίδικο του Μουζάκη, όπου μαζευόταν η γειτονιά. Ακόμα και στο σχολείο, ήμασταν “τα παιδιά της χωρισμένης”».
Βοηθοί στην επιχείρηση της Πόπης Κατελάνου και τα δυο της παιδιά Γιάννης και Γιώργος, τα οποία στις πρώτες τάξεις του σχολείου είχαν κακές επιδόσεις.
«[…] με τη μετακίνησή μας, η απόδοσή μου άρχισε να πέφτει∙ μάλιστα, στην τρίτη τάξη έπεσα στο 5. Μας είχε επηρεάσει η αλλαγή περιβάλλοντος, δεν βοηθούσε και η δασκάλα… Ολα τότε έμοιαζαν να είναι στραβά σε ό,τι αφορούσε τη μόρφωσή μου. Χρόνο με τον χρόνο, όμως, και με την ενθάρρυνση της μητέρας μου άρχισα πάλι να βελτιώνομαι».
Με τις συμβουλές της μητέρας του χαραγμένες στην παιδική του ψυχή, ο Γιώργος Πατούλης θα καταφέρει να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα, θα δώσει στην Ιατρική Σχολή και θα περάσει με τη δεύτερη προσπάθεια, καθώς στην πρώτη είχε πιάσει τις βάσεις για την Οδοντιατρική που δεν ήθελε με τίποτα να ακολουθήσει. Μέχρι και στο όνειρό της η «κυρία Πόπη» είχε δει την επιτυχία του γιου της.
«- Γιώργο, χθες βράδυ είδα ένα όνειρο. Θα πετύχεις στην Ιατρική! Απόρησα. Εκείνη συνέχισε: – Είδα τον πατέρα μου, τον παππού σου τον Γιώργο. Ξέρεις πόσο τον αγαπούσα και ότι η σκέψη του με καθοδηγούσε πάντα στις δυσκολίες. Τον είδα να μου λέει πως θα πετύχεις στην Ιατρική και πως θα το ακούσουμε πολύ σύντομα. Και ακόμη ότι θα ταξιδέψεις σε πολλά μέρη του κόσμου και θα γίνεις πολύ γνωστός».
Με τον έναν γιο στην Ιατρική και τον άλλο στο Οικονομικό της Νομικής, οι εμφανίσεις του πατέρα (που εντωμεταξύ έχει παντρευτεί ξανά) στη ζωή των παιδιών όλο και πληθαίνουν. Τα δυο αγόρια από «παιδιά της χωρισμένης» ξαφνικά γίνονται στη γειτονιά υπόδειγμα και η μητέρα τους ανακηρύσσεται ηρωίδα μάνα. Στην ορκωμοσία του, όμως, ο Γιώργος Πατούλης θα κάνει ένα λάθος που δεν ξεχνά μέχρι σήμερα.
«Ορκίστηκα τον Νοέμβριο. Στην ορκωμοσία ήρθε ο πατέρας μου, όχι όμως η μητέρα μου∙ δεν της το είπα, επειδή θα ήταν εκείνος και δεν ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση. Ηταν λάθος. Δεν της άξιζε. Ούτε αντιστοιχούσε σε ό,τι μου είχε προσφέρει σε όλη της τη ζωή, αλλά και στα χρόνια της Ιατρικής».
Τα χρόνια, σύμφωνα με την αφήγηση του συγγραφέα Γιώργου Πατούλη, θα κυλήσουν με την «κυρία Πόπη» να στέκεται σαν βράχος στη ζωή των παιδιών της και στη δουλειά της που παρά της δυσκολίες είχε συνεχώς ανοδική πορεία. Ωστόσο κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να την εγκαταλείψει και να στηρίξει με όλη τη δύναμη της ψυχής τον γιατρό της ζωής της για τον οποίο θα γίνει μέχρι και η προσωπική του γραμματέας την περίοδο που άνοιξε το πρώτο του ιατρείο στα Πετράλωνα.
«Έλεγε σε όλους πως, αν έχουν κάποιο ορθοπαιδικό πρόβλημα, θα τους φροντίσω με τον καλύτερο τρόπο. Κι όχι μόνο αυτό. Η μητέρα μου έγινε η γραμματέας του ιατρείου. Καθώς είχε κλείσει το μαγαζί μερικά χρόνια πριν και είχε πάρει σύνταξη, της ήταν αδιανόητο να φανταστεί ότι δεν θα με στήριζε με κάθε τρόπο στη νέα μου αρχή. Και τι στήριξη! Ήταν τόσο μεγάλη η διαφήμιση που είχε κάνει, και τόσο πολλοί οι γνωστοί της λόγω του μαγαζιού, ώστε, με το που άνοιξα το ιατρείο, οι ασθενείς έκαναν ουρά».
Τα πάντα τα είχε έτοιμα στο γραφείο για το παιδί της μέχρι εκείνο να επιστρέψει από τις άλλες του υποχρεώσεις.
«Τα είχε όλα τακτοποιημένα: μου είχε πάντα στυμμένη πορτοκαλάδα, φουντούκια και καφέ. – Έλα, ρε μάνα! Δεν βλέπεις; Πνίγομαι! της έλεγα μερικές φορές. Εκείνη απτόητη: – Αν δεν φας και δεν πιεις, για να είσαι γερός και δυνατός, πώς θα κάνεις καλά τη δουλειά σου; Με ανθρώπους έχεις να κάνεις… Με τη ζωή και την υγεία τους…».
Για να κατανοήσει το αναγνωστικό κοινό ακόμα καλύτερα την προσφορά της μητέρα του στο σύνολο σχεδόν της ζωής του, ο Γιώργος Πατούλης ξεδιπλώνει στις σελίδες του βιβλίου σημαντικά κομμάτια της ζωής του, που αφορούν τόσο την ιατρική όσο και την πολιτική του καριέρα με την «κυρία Πόπη» πάντα στον πλευρό του μέχρι το 2020.
«Έτσι φτάσαμε στην άνοιξη του 2020 και στην πανδημία της COVID-19. Κλείστηκε στο σπίτι. Τήρησε την καραντίνα και πρόσεχε πολύ. Η κυρία Λιλή, που τη φρόντιζε, έμενε διαρκώς στο σπίτι και έβγαινε μόνο κάθε 15 μέρες για προμήθειες. Μια μέρα του Μαΐου, προς το μεσημέρι, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τη Λιλή. Μου είπε ότι η μητέρα μου έχει 37,2°C από το πρωί… Δεν μπορούσε να είναι COVID-19∙ είχε τηρήσει ευλαβικά την καραντίνα. – Ίσως κρύωσε, είπε η Λιλή… Οι αιματολογικές εξετάσεις που έκανε έδειξαν αυξημένες τιμές σε κάποιους δείκτες της ηπατικής λειτουργίας».
Όσο κι αν η Πόπη Κατελάνου αγαπούσε την ζωή δυστυχώς η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει.
«Πάλεψε γενναία επί έξι μήνες. Έδωσε σκληρή μάχη στη ΜΑΦ και τη ΜΕΘ. Και οι συνάδελφοι που τη φρόντιζαν το πάλεψαν. Κάποιες στιγμές η κατάστασή της παρουσίαζε μικρή βελτίωση. Όμως, η μία επιπλοκή έφερνε την άλλη. Έτσι, οι θεράποντες γιατροί, ενώ αρχικά ήταν αισιόδοξοι, διαπίστωναν σταδιακά ότι εξαντλούνταν οι εφεδρείες της» η κατάσταση όμως για εκείνη χειροτέρευε συνεχώς μέχρι που «πήγα να φορέσω το σακάκι μου, μου τηλεφώνησε ο γιατρός της μητέρας μου και μου ανακοίνωσε ότι δύο λεπτά πριν έφυγε από τη ζωή. Ήταν το τέλος της κυρίας Πόπης, μιας αγωνίστριας, η οποία αγαπήθηκε πάρα πολύ. Όταν, κάποιες φορές, σκέπτομαι την πορεία και την αφοσίωσή της σ’ εμάς, πείθομαι όλο και πιο πολύ ότι δεν υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να πετύχει ένας άνθρωπος, αν βάλει στόχους και τους παλέψει πραγματικά».