Αίσιο τέλος είχε η περιπέτεια της 27χρονης Αντωνίας, για την οποία είχε δηλωθεί εξαφάνιση από τις 12 Αυγούστου, καθώς βρέθηκε τα ξημερώματα της Δευτέρας στο Ηράκλειο και για προληπτικούς λόγους μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Την εξαφάνιση είχε δηλώσει ο σύζυγος της 27χρονης, η οποία είναι, μάλιστα και μητέρα τεσσάρων παιδιών.
«Γιάννη μου, θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη, αλλά δεν αντέχω άλλο. Εχω αντέξει πολλά έως σήμερα, αλλά αυτή τη φορά χτύπησαν κάπου που πονούσε πολύ! Θέλω να ξέρεις πως παρά το ότι μαλώναμε συνέχεια για το αν φταίνε οι δικοί σου, κι ας με κούραζε αυτή η υπερβολική παιδικότητά σου, εγώ σε αγάπησα πολύ και σε αγαπάω πολύ! Δεν θα ξεχάσω αυτά τα μάτια πώς με κοίταξαν την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε γιατί ακριβώς με το ίδιο βλέμμα με κοιτούσες ως σήμερα! Μου άρεσε να βλέπω στα μάτια σου να με θαυμάζεις και να μου δείχνεις πόσο σημαντική είμαι για σένα! Αυτή η αγκαλιά σου θα μου λείψει πολύ! Δεν μας άφησαν όμως ήσυχους. Σ’ ευχαριστώ για τα τρία πλασματάκια που μου χάρισες, σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή την όμορφη οικογένεια που μου έδωσες. Πάρε τα κορίτσια μας πίσω και γιάτρεψε την ψυχούλα τους… σε χρειάζονται πολύ! Επίσης θέλω να σου πω να αγαπάς πολύ την Ελπίδα γιατί χάρη σε εκείνη εγώ σε έβαλα στη ζωή μας και σε αγαπάει πολύ! Σας αγαπάω πάρα πολύ! Αντωνία…». Εκατόν εβδομήντα τέσσερις λέξεις σε ένα γράμμα αποχωρισμού. Με τη λέξη «αγάπη» να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά σε χρόνο ενεστώτα και παρελθοντικό. Για το μετά, ούτε κουβέντα. Για το ύστερα, ούτε συλλαβή. Το σήμερα και το χθες μοιάζουν σ’ αυτό το γράμμα πολύ βαριά για να σηκώσουν την ελπίδα του αύριο. Η γυναίκα που το υπογράφει παραθέτει στο τέλος του τα επώνυμα των κοινωνικών λειτουργών που θεωρεί υπεύθυνους για τον αποχωρισμό από τα παιδιά της. Δεν μοιάζει να την απασχολεί αν ήταν ικανή να τα μεγαλώσει… φτάνει που είναι μάνα, αρκεί που υποφέρει. Λίγο παραδίπλα, σχεδιάζει μια καρδιά και κλείνει μέσα της τα αρχικά των ονομάτων της οικογένειάς της… Και ύστερα κλείνει πίσω της την πόρτα…
Ηταν πριν από 27 χρόνια όταν η Αντωνία ήρθε στον κόσμο, σε κάποιο χωριό της Λάρισας. Οι γονείς της, ομογενείς από την Αλβανία, δεν ήξεραν ή δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν την ευαίσθητη ψυχοσύνθεση ενός κοριτσιού που αναζητούσε απεγνωσμένα την αγάπη. Περίπου στα 14 της χρόνια η Αντωνία φεύγει από το σπίτι της. Σύμφωνα με μαρτυρίες δεν αντέχει πολλά – κάποιοι θα πουν πως ήταν εύθραυστη σαν κλαράκι ακόμη και στις λίγες διαφωνίες που είχε με τους γονείς της και κάποιοι τρίτοι θα κάνουν λόγο για πολλά ψυχολογικά προβλήματα που δεν αντιμετωπίστηκαν εγκαίρως, μετατρέποντας την έφηβη Αντωνία σε ένα καζάνι έτοιμο να εκραγεί. Η Αντωνία ζητάει βοήθεια, σύμφωνα με φήμες ένας πολύ γνωστός ηθοποιός της την προσφέρει και λίγο αργότερα βρίσκεται εσώκλειστη σε κάποιο ίδρυμα στο Ηράκλειο της Κρήτης: «Δεν μπορούσαμε με τίποτα να την κάνουμε καλά. Ηταν πολύ δύσκολο παιδί, οι προστριβές ήταν πολλές, και κάπως έτσι έφυγε μακριά μας», θυμάται σήμερα ο πατέρας της, Δημήτρης, επιστρέφοντας νοερά σ’ εκείνα τα χρόνια.
Το «δύσκολο παιδί» με την ακατανόητη συμπεριφορά και τις αδικαιολόγητες για τους δικούς της εκρήξεις μέσα στο ίδρυμα μοιάζει να είναι πιο ευτυχισμένο από ποτέ. Εκεί μπορεί ελεύθερα να ζωγραφίσει και να ακούσει μουσική, δεν χρειάζεται να δουλέψει, ούτε φοβάται την τιμωρία. Μπορεί να μην έχει την ελευθερία που κάθε έφηβη αναζητά, έχει όμως την ασφάλεια και την ηρεμία που κάθε παιδί δικαιούται. Μένει εκεί μέχρι τα 18 της χρόνια και όταν φτάνει η στιγμή να βγει στον κόσμο αισθάνεται πιο δυνατή από ποτέ. Μέσα της, ωστόσο, υπάρχει ένα κενό. Μια τρύπα που όποτε δεν φυσάει μέσα της ο άνεμος της αγάπης αισθάνεται να την πονάει βαθιά. Εναν χρόνο αργότερα, στα 19 της, η Αντωνία γνωρίζει έναν άνδρα από την Κρήτη μέσω κάποιας φίλης της. Κάποιοι τη συμβουλεύουν να μη μείνει μαζί του, ότι το μέλλον της στο πλάι του δεν θα είναι απλώς δύσκολο, αλλά ανύπαρκτο. Εκείνη δεν ακούει κανέναν. Ούτε τους φίλους της, αλλά ούτε και τους γονείς της, οι οποίοι επιμένουν λέγοντάς της: «Φύγε μακριά, δεν κάνει για σένα». Λίγους μόλις μήνες μετά τη γνωριμία τους έρχεται στον κόσμο ένα κοριτσάκι, το οποίο σήμερα είναι 8 ετών. Της δίνουν το όνομα Ελπίδα, η Αντωνία μοιάζει για πρώτη φορά να έχει βρει τη δική της… Η τελευταία χάνεται όταν η εικασία «φύγε μακριά, δεν κάνει για σένα» μετατρέπεται σε σκληρή πραγματικότητα. Στο φευγιό δεν είναι αυτή τη φορά μόνη, αλλά με ένα μωρό, το οποίο πρέπει πάση θυσία να μεγαλώσει καλά. Μάνα και κόρη περνούν δύσκολα, τα χρήματα είναι ελάχιστα και οι φίλοι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Δουλεύει σε κάποιο καφενείο-ουζερί, τη βοηθούν οι γείτονες και η εκκλησία, κάποιες στιγμές είναι έτοιμη να εγκαταλείψει, η ύπαρξη του μωρού ωστόσο της δίνει δύναμη και κουράγιο για να συνεχίσει.
Είναι κάποιο απόγευμα στην πλατεία Ελευθερίας όταν πιάνει κουβέντα με έναν νεαρό άνδρα, τον Γιάννη. Εκείνος είναι πέντε χρόνια μεγαλύτερός της και το πρώτο πράγμα που της λέει είναι πως θέλει να πάνε μαζί μέχρι το περίπτερο για να αγοράσει κάτι για το παιδί. Η Αντωνία συγκινείται και λίγο μετά γοητεύεται από τον νεαρό που έδειξε ενδιαφέρον για τη μικρή της κόρη. Μόλις μία εβδομάδα μετά, μάνα και κόρη μετακομίζουν στο σπίτι του Γιάννη, στον Προφήτη Ηλία, και έναν μήνα αργότερα η Αντωνία είναι έγκυος στο πρώτο τους παιδί.
Ο γάμος, τα προβλήματα και η κατάθλιψη
Αυτή τη φορά η Αντωνία μοιάζει πραγματικά καλά. Ο Γιάννης της λέει πως θα αγαπήσει το παιδί της σαν δικό του και πως μαζί θα δημιουργήσουν μία μεγάλη και ευτυχισμένη οικογένεια. Οι δικοί του ωστόσο δεν έχουν την ίδια άποψη, δεν μπορούν εύκολα να δεχθούν ότι μια γυναίκα αλβανικής καταγωγής με ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά θα μπορέσει να τον κάνει κάποτε ευτυχισμένο. Στην απέναντι όχθη, ούτε οι γονείς της Αντωνίας πιστεύουν ότι αυτός ο άνδρας είναι κατάλληλος για την κόρη τους, επιμένοντας να μην τον παντρευτεί. Ο Γιάννης και η Αντωνία δεν ακούνε κανέναν και λίγο καιρό μετά τη γνωριμία τους ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Οι δικοί του είναι εκεί, οι γονείς της νύφης όχι. Ο πατέρας της δεν θέλει να έχει σχέσεις με την οικογένεια του Γιάννη, τη γιαγιά, τη θεία και τον θείο του που μένουν δίπλα στο νιόπαντρο ζευγάρι. Πιστεύει ότι δεν θα συμπεριφέρονται καλά στην κόρη του, κάτι που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, μια που οι άνθρωποι του Γιάννη από την πλευρά τους είχαν άλλα όνειρα για εκείνον.
Παρά τις όποιες δυσκολίες, τον πρώτο καιρό του γάμου του το ζευγάρι δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα ικανό να ανακόψει τα σχέδια μιας ισορροπημένης πορείας. Ο Γιάννης κάνει κάποια μεροκάματα, η Αντωνία μένει σπίτι φροντίζοντας τα δύο πλέον κορίτσια, ενώ θα ακολουθήσουν άλλες δύο κόρες, με τις ευθύνες και τις ανάγκες να βαραίνουν τον εύθραυστο κόσμο της, μέχρι τη στιγμή που αυτός ραγίζει. Η Αντωνία δεν είναι καλά. Μοιάζει να χάνεται στο δικό της σύμπαν, είναι διαρκώς άκεφη και κουρασμένη. Αντί για βοήθεια αισθάνεται να λαμβάνει διαρκώς πικρόχολα σχόλια και διαρκείς επικρίσεις, όλα της μοιάζουν βουνό, όλα είναι βουνό. Ο Γιάννης της λέει να επισκεφθεί κάποιον ειδικό, εκείνη τον ακούει και η νοσηλεία της σε ψυχιατρική κλινική του Ηρακλείου κρίνεται αναγκαία. Μετά από κάποιο διάστημα η Αντωνία επιστρέφει στο σπίτι της. Μοιάζει να είναι καλύτερα, ωστόσο τα προβλήματα οδηγούν σε συγκρούσεις και οι συγκρούσεις σε αδιέξοδο. Η δεύτερη φορά που μπήκε σε ψυχιατρική κλινική ήταν πέρσι το καλοκαίρι, όταν η κατάθλιψη την έχει καταβάλει ολοκληρωτικά. Οι κρίσεις πανικού διαδέχονται η μία την άλλη, ενώ αντιμετωπίζει πλέον και σοβαρό πρόβλημα με τον θυρεοειδή της. Τα πάντα μέσα της έχουν πλέον αποσυντονιστεί…
Στα πρόθυρα της τρέλας
Ολο αυτό το διάστημα ο Γιάννης προσπαθεί να σταθεί όρθιος, αλλά οι δυσκολίες δεν τον αφήνουν. Τα οικονομικά είναι πενιχρά, το μεγάλωμα τεσσάρων παιδιών μοιάζει με άθλο που γίνεται ολοένα και πιο απαιτητικός: «Τα μεροκάματα έβγαιναν με δυσκολία. Πούλησα ένα κτήμα για να εξοικονομήσω κάποια χρήματα, έχω ένα δάνειο που με πνίγει, ήθελα να φτιάξω το σπίτι, να ξεχρεώσω τη ΔΕΗ, έτρεχα σαν τρελός, και μέσα σε όλα αυτά ερχόμουν κάθε λίγο και λιγάκι αντιμέτωπος με τις επισκέψεις κοινωνικών λειτουργών», λέει, και συνεχίζει: «Πέρσι το καλοκαίρι είχα μαζέψει όλα τα πράγματα του σπιτιού σε μια άκρη προκειμένου να μονώσω την ταράτσα για να μην έχουμε υγρασία, όταν χτύπησε ξανά την πόρτα κάποια κοινωνική λειτουργός. Μου είπε πως τα παιδιά δεν μπορούν να ζουν σε οικοδομήσιμο χώρο, ότι αυτό δεν είναι σπίτι αλλά κέντρο φιλοξενίας, πως θα υποφέρουν μαζί μας και ότι πρέπει να μπουν σε κάποιο ίδρυμα. Τους παρακαλέσαμε, τους ικετέψαμε να μη μας πάρουν τα παιδιά, αλλά ήταν ανένδοτοι. Την επιμέλεια των παιδιών μέχρι να πάνε στο ίδρυμα την είχε η γιαγιά και η θεία μου μέσω συγγενικής αναδοχής, εγώ δεν έχω γονείς, έχασα τη μάνα μου όταν ήμουν δυόμισι ετών και αν ζούσε ο πατέρας μου δεν θα είχε επιτρέψει ποτέ κάτι τέτοιο. Μετά από αυτό η Αντωνία κατέρρευσε. Της έλειπαν αφάνταστα τα παιδιά, δεν μπορούσε να διανοηθεί τη ζωή της χωρίς αυτά. Δεν έπρεπε να μας τα στερήσουν. Μπορούσαν, αν ήθελαν, να μας βοηθήσουν, να μας βρουν μια δουλειά, όχι να μας στερήσουν τα παιδιά μας. Δεν είμαστε ούτε ρεμάλια, ούτε χασικλήδες, ούτε δολοφόνοι. Ποτέ δεν τα κακοποιήσαμε, ποτέ δεν τα βρίσαμε. Ναι. Υπήρχαν δυσκολίες, αλλά πολλά παιδιά μεγάλωσαν και μεγαλώνουν με δυσκολίες. Στο τραπέζι υπήρχε πάντα ένα πιάτο φαγητό και στα δωμάτια ένα κρεβάτι στρωμένο. Μ’ αυτό το πράγμα που έκαναν ήταν σαν να μας σκότωναν… Ζωντανοί νεκροί ήμασταν τον τελευταίο χρόνο. Χωρίς τα παιδιά μας φτάσαμε στα πρόθυρα της τρέλας».
Οσο ο Γιάννης και η Αντωνία βίωναν αυτή την ομολογουμένως δύσκολη κατάσταση, τα τέσσερα κοριτσάκια, που σήμερα είναι οκτώ, πέντε, τεσσάρων και δύο ετών, είχαν μια φροντίδα που εμπερικλείει πολλά παραπάνω από ένα πιάτο φαγητό και ένα κρεβάτι. Η αγάπη των γονιών είναι δεδομένη και αυτό στο οποίο ήλπιζαν οι ιθύνοντες ήταν να γίνει και πράξη μέσα από την οριοθέτηση και την αναβάθμιση της ίδιας τους της ζωής.
Η εξαφάνιση, οι φόβοι και τα λόγια των συγγενών
Σάββατο 8 Αυγούστου 2020. Ο Γιάννης και η Αντωνία επισκέπτονται τις τέσσερις κόρες τους στο ίδρυμα. Η Αντωνία μοιάζει ευδιάθετη και τίποτα δεν προμηνύει την εξαφάνισή της που θα ακολουθήσει τέσσερις ημέρες αργότερα. Το πρωινό της Τετάρτης, 12 Αυγούστου του 2020, ο Γιάννης φεύγει για τη δουλειά και όπως ο ίδιος υποστηρίζει κάποια στιγμή τον κάλεσαν από το ίδρυμα προκειμένου να επιβεβαιώσουν την επόμενη προγραμματισμένη συνάντηση με τα παιδιά για τις 27 Αυγούστου του 2020: «Τους είπα να πάρουν την Αντωνία γιατί εγώ ήμουν στη δουλειά. Εκείνη την ημέρα μίλησα τέσσερις φορές μαζί της και την τελευταία από αυτές μου είπε κλαίγοντας ότι δεν την κάλεσε κανείς για την επίσκεψη στα παιδιά. Στις 7.30 το απόγευμα γύρισα στο σπίτι αλλά η Αντωνία δεν ήταν πουθενά. Η τσάντα της, το κινητό της, η ταυτότητα, το διαβατήριο, τα ρούχα της, ήταν όλα εκεί μαζί με ένα γράμμα στο οποίο μου έλεγε ότι με αγαπούσε αλλά πως δεν άντεχε άλλο. Τρελάθηκα. Βγήκα στους δρόμους κι άρχισα να την ψάχνω σαν τρελός. Πήγα παντού, ρώτησα παντού, δεν ήταν πουθενά, δεν την είχε δει κανείς. Στη συνέχεια κατευθύνθηκα στο Α.Τ. Ηρακλείου όπου δήλωσα την εξαφάνιση. Ηλπιζα ότι θα γυρίσει. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν ένας εφιάλτης. Δεν ήξερα πού πατούσα και πού βρισκόμουν. Στη συνέχεια, στις 18 Αυγούστου, βγήκε Silver Alert, αλλά η Αντωνία είναι ακόμη άφαντη. Μοιάζει σαν να έχει ανοίξει η γη και να την έχει καταπιεί. Δεν είχε φίλους που θα τη φιλοξενούσαν, ούτε παρέες που θα τη βοηθούσαν αν ήθελε να μείνει για ένα διάστημα μόνη. Οσο περνούσαν οι μέρες έτρεμα ολοένα και περισσότερο γιατί στις αρχές Αυγούστου η Αντωνία είχε στείλει στον αδελφό της ένα μήνυμα λέγοντάς του πως θα αυτοκτονήσει. Είμαι σε άθλια κατάσταση και ο μόνος λόγος που στέκω στα πόδια μου είναι για να πάρω κάποια στιγμή και τα τέσσερα παιδιά μου πίσω. Ολα τους είναι παιδιά μου, δεν ξεχώρισα ποτέ κανένα. Θέλω να πιστεύω ότι η Αντωνία είναι καλά, πως δεν έχει κάνει κάποια ανοησία. Οτι θα επιστρέψει στο σπίτι και πως όλα αυτά δεν θα είναι τίποτα παραπάνω από ένα κακό όνειρο. Την ψάχνω και θα την ψάχνω παντού. Αυτό θέλω να ξέρει, όπως και ότι την αγαπώ πολύ».
Για την τύχη της Αντωνίας αγωνιούσαν και οι γονείς της, οι οποίοι σύμφωνα με τη μητέρα της μίλησαν για τελευταία φορά μαζί της μία ημέρα πριν από την εξαφάνισή της. Τότε, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, η κόρη τους ήταν πολύ στεναχωρημένη, αποκαμωμένη σχεδόν από την ψυχολογική βία που της ασκούσε το συγγενικό περιβάλλον του Γιάννη, το οποίο με κάθε αφορμή της έλεγε πως ήταν ανίκανη να μεγαλώσει τα παιδιά της και ότι παντρεύτηκε μόνο και μόνο για τα χαρτιά που θα της εξασφάλιζαν την ελληνική υπηκοότητα, «πράγμα το οποίο δεν ισχύει γιατί είμαστε Βορειοηπειρώτες», λένε. Την ελπίδα να είναι η κόρη του καλά εκφράζει και ο πατέρας της, ο οποίος υποστηρίζει ότι της είχε πει πολλές φορές να αφήσει την Κρήτη και να πάει στη Λάρισα με την παρακάτω φράση: «Εκεί σε κακοποιούν! Ελα μόνη με τα παιδιά και θα σε βοηθήσω να φας και να πιεις».
Όποια κι αν είναι η αλήθεια και σε όποια πλευρά κι αν κλίνει περισσότερο, το μόνο βέβαιο είναι πως μία 27χρονη γυναίκα, μητέρα τεσσάρων παιδιών, που έχει περάσει πολλά στη ζωή της, δεν είναι καλά. Η ιστορία αυτή δεν τελειώνει εδώ. Μάλλον αρχίζει, με έναν ακόμη αγώνα που καλείται να δώσει η Αντωνία προκειμένου να ενωθεί ξανά με τα παιδιά της. Ας ελπίσουμε πως αυτή τη φορά θα βρεθούν δίπλα της οι κατάλληλοι άνθρωποι…