Όταν ήμουν ούτε 15 χρονών ερωτεύτηκα τον καθηγητή μου στο γυμνάσιο. Και τον ερωτεύτηκα πολύ. Σαραντάρης τότε όχι αυτό που λέμε ωραίος, αλλά γοητευτικός άνθρωπος, με αίσθηση χιούμορ και εξαιρετικός δάσκαλος.
Τον σκεφτόμουν, δεν κοιμόμουν, τάκα τούκου πήγαινε η καρδούλα μου. Δεν έβλεπα την ώρα να τον δω. Στο μάθημα έχανα τα λόγια μου, κοκκίνιζα. Εκείνος το κατάλαβε. Και σιγά το δύσκολο δηλαδή, μπαμ έκανε από χιλιόμετρα για έναν έμπειρο άνθρωπο που σίγουρα είχε αντιμετωπίσει κι άλλες ερωτοχτυπημένες μαθητριούλες.
Μια μέρα με κράτησε μετά το μάθημα για να μού μιλήσει. Μού είπε πολλά γι αυτό το συναίσθημα που γεννιέται ανάμεσα σε καθηγητές και μαθητές, αλλά και ανάμεσα σε εφήβους και “ώριμους” γενικότερα. Μου μίλησε με σοβαρότητα, ευγένεια ψυχής και υψηλό αίσθημα ευθύνης. Ήθελε να με απομακρύνει χωρίς να με πληγώσει ή να με μειώσει.
Και το κατόρθωσε.
Πιστέψτε με ειλικρινά. Αν στη θέση του καθηγητή μου ήταν ένας παιδεραστής, εγώ τότε στα 15 μου θα τον ακολουθούσα χωρίς δεύτερη σκέψη όπου μού ζητούσε. Θα πήγαινα σπίτι του, αν μού το ζητούσε. Θα ξεμοναχιαζόμουνα μαζί του, αν μού το ζητούσε.
Θα έκανα ό,τι μου ζητούσε.
Μικρή και άπειρη καθώς ήμουν – ούτε φιλί δεν είχα ανταλλάξει ακόμα, άλλες εποχές! – θα πίστευα ότι ζω μια ερωτική ιστορία κι όχι μια κακοποίηση. Θα θεωρούσα τον άνθρωπο αυτό πρίγκιπα με άσπρο άλογο, όχι εγκληματία του κοινού ποινικού.
Θα τον θεωρούσα εραστή κι όχι παιδοβιαστή.
Τόσο μυαλό είχα. Τόσο μού ‘κοβε. Τόσο μάς κόβει όλους στην εφηβεία μας. Κι όταν καταλάβαινα επιτέλους τι γίνεται, θα έριχνα όλο το φταίξιμο στον άγουρο εαυτό μου. Εγώ έφταιγα, εγώ προκάλεσα, εγώ έπρεπε να τιμωρηθώ.
Κι ίσως μετά από χρόνια, ερχόταν κάποιος να με ρωτήσει ‘γιατί τώρα’. Ίσως μετά από χρόνια, ερχόταν κάποια να με ρωτήσει «μα καλά εσύ μάνα δεν είχες να σε μαζέψει».
Κι εγώ αυτόν τον άνθρωπο θα τον έπνιγα. Μα την Παναγία θα τον έπνιγα με τα ίδια μου τα χέρια.
Όσο προστατευτικός και να είναι ο γονιός, άμα θέλει το παιδί να το σκάσει, θα το σκάσει.
Θα πει ότι πάει φροντιστήριο και θα κάνει κοπάνα. Θα συνεννοηθεί με ένα φιλαράκι του να τον καλύψει για να βγει ραντεβού με τον τεράστιο κι αγιάτρευτο έρωτα του. Κάποιο ψέμα θα σκαρώσει, κάποια μπαρούφα θα ξεφουρνίσει. Και – με δεδομένο ότι τα παιδιά δεν τα έχουμε ούτε με GPS ούτε με βραχιολάκι κρατούμενου στο χέρι – μια χαρά θα την βγάλει καθαρή.
Και για να μιλήσω και ως μάνα, άπαξ και βγει το παιδί σου από την πόρτα ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πού πάει. Βασίζεσαι στην εμπιστοσύνη που τού έχεις, βασίζεσαι στις αρχές που τού έχεις δώσει.
Και καλού κακού κάνεις και το σταυρό σου. Γιατί αν θέλει να σε ξεγελάσει θα σε ξεγελάσει τέρμα. Στους τέσσερις τοίχους μέσα να το χτίσεις, το παιδί θα βρει τρόπο να δραπετεύσει.
Πάμε πίσω στον καθηγητή. Το γεγονός λοιπόν ότι τίποτα απολύτως δεν συνέβη οφειλόταν στην δική του ωριμότητα κι όχι στην δική μου απειρία που τότε δεν ήξερα πού παν τέσσερα.
Πρόσφατα έμαθα ότι πέθανε. Τον Δάσκαλο αυτόν τον θυμάμαι πάντα με ευγνωμοσύνη. Λεγόταν Δημήτρης Παναγιωτίδης και ήταν καθηγητής αγγλικών στα Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη στα χρόνια της χούντας.
Τιμή στην μνήμη του!